ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλγάνι (ουσ. ουδ.) γαλγάν' [ɣaˈlɣan] Μισθ., Σινασσ. Πληθ. γαλγάνια [ɣaˈlɣaɲa] Μισθ., Τελμ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalkan ή galkan = γαϊδουράγκαθο (THADS, λ. galgan, kalkan). Βλ. κεγκέρι
1. Γαϊδουράγκαθο, του οποίου ο τρυφερός βλαστός τρωγόταν ό.π.τ. : Σο ασλάνον εμbρό είνdαι λίγα ντικένια, και σο καπλάνον εμbρό είνdαι λίγα γαλγάνια (Μπροστά στο λιοντάρι υπάρχουν λίγα αγκάθια και μπροστά από την λεοπάρδαλη λίγα γαϊδουράγκαθα) Τελμ. -Dawk. Σώρουψαμ' γαλγάνια να φαν ντά γαϊdούρια (Μαζέψαμε γαϊδουράγκαθα να φάνε τα γαϊδούρια) Μισθ. -Κοτσαν. Παίνισκαμ' κόβισκαμ' γαλγάνια, τρώισκαμ' (Πηγαίναμε κόβαμε γαϊδουράγκαθα, τρώγαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Νταρά κουνdά σα γαλγάνια τσ̑είνdι τσι δα φία (Τώρα κοντά στα γαϊδουράγκαθα είναι και τα φίδια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Γαλγανιού τσ̑ουφάλ' (Το κεφάλι του γαϊδουράγκαθου˙ ο εδώδιμος καρπός του φυτού όσο αυτός ήταν τρυφερός) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γαϊδουράγκαθο, παγκλάβι :2
2. Αιμορροΐδες Σινασσ. Συνών. ζοχάδα, μαγιασίλι :1