γαλγάνι
(ουσ. ουδ.)
γαλγάν'
[ɣaˈlɣan]
Μισθ., Σινασσ.
Πληθ.
γαλγάνια
[ɣaˈlɣaɲa]
Μισθ., Τελμ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalkan ή galkan = γαϊδουράγκαθο (THADS, λ. galgan, kalkan).
Βλ.
κεγκέρι
1. Γαϊδουράγκαθο, του οποίου ο τρυφερός βλαστός τρωγόταν
ό.π.τ.
:
Σο ασλάνον εμbρό είνdαι λίγα ντικένια, και σο καπλάνον εμbρό είνdαι λίγα γαλγάνια
(Μπροστά στο λιοντάρι υπάρχουν λίγα αγκάθια και μπροστά από την λεοπάρδαλη λίγα γαϊδουράγκαθα)
Τελμ.
-Dawk.
Σώρουψαμ' γαλγάνια να φαν ντά γαϊdούρια
(Μαζέψαμε γαϊδουράγκαθα να φάνε τα γαϊδούρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίνισκαμ' κόβισκαμ' γαλγάνια, τρώισκαμ'
(Πηγαίναμε κόβαμε γαϊδουράγκαθα, τρώγαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Νταρά κουνdά σα γαλγάνια τσ̑είνdι τσι δα φία
(Τώρα κοντά στα γαϊδουράγκαθα είναι και τα φίδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Γαλγανιού τσ̑ουφάλ'
(Το κεφάλι του γαϊδουράγκαθου˙ ο εδώδιμος καρπός του φυτού όσο αυτός ήταν τρυφερός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γαϊδουράγκαθο, παγκλάβι :2