παγκλάβι
(ουσ. ουδ.)
παγκλάβι
[paŋˈglavi]
Σινασσ.
παγκλάβ'
[paŋˈglav]
Αξ., Σινασσ.
μπαγκλάβι
[baŋˈglavi]
Σινασσ.
μπανgλάβ'
[baŋˈglav]
Αξ.
πανgάλ’
[paŋˈgal]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. μαγλάβιον και μαγκλάβιν = μαστίγιο ή ρόπαλο, το οπ. από το αραβ. miğlab (LBG, λ. μαγλάβιον). Εσφαλμένες οι παλαιότ. ετυμολογήσεις από αμάρτ. λατιν. manuclavium (Αρχέλαος 1899: 259, Andriotis 1974, λ. μαγκλάβιον, Λεξ. Κριαρ., λ. μαγκλάβι(ο)ν).
2. Γαϊδουράγκαθο
Αξ., Φλογ.
:
Φέρισκαμ’ ασ’ τα χωράφια παγκάλια
(Φέρναμε αγριόχορτα από τα χωράφια)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Συνών.
γαϊδουράγκαθο, γαλγάνι :1, καμπάλα
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025