παγκλάβι
(ουσ. ουδ.)
παγκλάβι
[paŋˈglavi]
Σινασσ.
παγκλάβ'
[paŋˈglav]
Αξ.
μπαγκλάβι
[baŋˈglavi]
Σινασσ.
μπανgλάβ'
[baŋˈglav]
Αξ.
πανgάλ'
[paŋˈgal]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. μαγλάβιον = μαστίγιο, ρόπαλο, όπου και τύπ. μαγκλάβιν, το οπ. από το αμάρτ. λατιν. *man(u)clavium (πβ. Αρχέλαος 1899:259, Λεξ. Κριαρ., λ. μαγκλάβι(ο)ν) ή από το αραβ. miğlab (LBG, λ. μαγλάβιον).