ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγκλάβι (ουσ. ουδ.) παγκλάβι [paŋˈglavi] Σινασσ. παγκλάβ' [paŋˈglav] Αξ. μπαγκλάβι [baŋˈglavi] Σινασσ. μπανgλάβ' [baŋˈglav] Αξ. πανgάλ' [paŋˈgal] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. μαγλάβιον = μαστίγιο, ρόπαλο, όπου και τύπ. μαγκλάβιν, το οπ. από το αμάρτ. λατιν. *man(u)clavium (πβ. Αρχέλαος 1899:259, Λεξ. Κριαρ., λ. μαγκλάβι(ο)ν) ή από το αραβ. miğlab (LBG, λ. μαγλάβιον).
1. Ξύλο Σινασσ. Συνών. ξύλο, νταγιάχι
2. Γαϊδουράγκαθο Αξ., Φλογ. Συνών. γαϊδουράγκαθο
3. Mτφ., ανόητος, κουτός ό.π.τ. Συνών. γαλάς, κνώδαλο, ξόγανο