ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγκλάβι (ουσ. ουδ.) παγκλάβι [paŋˈglavi] Σινασσ. παγκλάβ' [paŋˈglav] Αξ., Σινασσ. μπαγκλάβι [baŋˈglavi] Σινασσ. μπανgλάβ' [baŋˈglav] Αξ. πανgάλ’ [paŋˈgal] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. μαγλάβιον και μαγκλάβιν = μαστίγιο ή ρόπαλο, το οπ. από το αραβ. miğlab (LBG, λ. μαγλάβιον). Εσφαλμένες οι παλαιότ. ετυμολογήσεις από αμάρτ. λατιν. manuclavium (Αρχέλαος 1899: 259, Andriotis 1974, λ. μαγκλάβιον, Λεξ. Κριαρ., λ. μαγκλάβι(ο)ν).
1. Ξύλο Σινασσ. Συνών. ξύλο, νταγιάχι
2. Γαϊδουράγκαθο Αξ., Φλογ. : Φέρισκαμ’ ασ’ τα χωράφια παγκάλια (Φέρναμε αγριόχορτα από τα χωράφια) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Συνών. γαϊδουράγκαθο, γαλγάνι :1, καμπάλα
3. Mτφ., ανόητος, άξεστος ό.π.τ. Συνών. κνώδαλο, ξόγανο, Αντίθ ακιλής, αντικάς, αχαμνός
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025