παγκάρι
(ουσ.)
παgάριν
[paˈgarin]
Φάρασ.
παgάρι
[paˈgari]
Ανακ., Σίλ.
παgάρ'
[paˈgar]
Μισθ.
πάgαρα
[ˈpagara]
Ουλαγ.
Από το νεότ. ουσ. παγκάριον, υποκορ. του επίσης μεσν. ουσ. πάγκος (< ιταλ. banco). Το πάgαρα θα μπορούσε να είναι ένα θηλ. μεγεθ. (αλλά ο τόνος στην προπαραλήγουσα;).
1. Πάγκος για την διάθεση κεριών, που βρίσκεται στην είσοδο των χριστιανικών ναών
ό.π.τ.
:
Σου παgάρ απάν΄ αφήνιξαν ντα παράϊα τ'νι
(Στο παγκάρι άφηναν τα χρήματά τους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Πάγκος
Ουλαγ.
3. Θρανίο
Ουλαγ.