παγκάρι
(ουσ. ουδ.)
παgάριν
[paˈgarin]
Φάρασ.
παgάρι
[paˈgari]
Ανακ., Σίλ.
παgάρ'
[paˈgar]
Μισθ., Σινασσ.
πανκάρ'
[panʹkar]
Φλογ.
πάgαρα
[ˈpagara]
Ουλαγ.
Από το νεότ. ουσ. παγκάριον, υποκορ. του επίσης μεσν. ουσ. πάγκος (< ιταλ. banco). Ο τύπ. πάgαρα θα μπορούσε να είναι ένα θηλ. μεγεθ. με αναβιβασμό του τόνου πιθ. αναλογ. προς το ουσ. πάγκος της κοινής ν.ε.
1. Πάγκος για την διάθεση κεριών, στην είσοδο των χριστιανικών ναών
ό.π.τ.
:
Σου παgάρ απάν’ αφήνιξαν ντα παράϊα τ'νι
(Στο παγκάρι άφηναν τα χρήματά τους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Πάγκος
Ουλαγ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025