παάζημα
(ουσ.)
παάζημα
[paˈazima]
Ουλαγ.
Από το ρ. παγάζω, όπου και τύπ. παάζω, και το παραγωγ. επιθμ. -μα.
Μεταφορά
:
Ούτσ̑α ντο παάζημα ξεύρω το γκι ογώνα
(Έτσι την μεταφορά την ξέρω κι εγώ (να την κάνω))
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
κουβάλημα, πάγασμα :2