παγάζω
(ρ.)
παγάζω
[paˈɣazo]
Φάρασ.
παάζω
[paˈazo]
Ουλαγ.
πηγάζου
[peˈɣazu]
Μισθ.
πεγάζω
[peˈɣazo]
Ανακ., Σεμέντρ.
πεγάζου
[peˈɣazu]
Μισθ.
πηάζου
[piˈazu]
Μισθ.
Παρατατ.
πηάισ̑κα
[ˈpaiʃka]
Μισθ.
πηάισκα
[piˈaiska]
Μισθ.
πεγάισκα
[peɣˈaiska]
Ποτάμ.
πηάιξα
[piˈaiksa]
Μισθ.
πάισ̑γκα
[ˈpaiʃɟa]
Ουλαγ.
παγάσκα
[paˈɣaska]
Φάρασ.
παγάνκα
[paˈɣaŋka]
Φάρασ.
bάνκα
[ˈbaŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
πάγασα
[ˈpaɣasa]
Αφσάρ., Φάρασ.
πάασα
[ˈpaasa]
Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ.
πάσα
[ˈpasa]
Αφσάρ., Φάρασ.
πήγασα
[ˈpiɣasa]
Αφσάρ., Σεμέντρ.
πήασα
[ˈpiasa]
Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ.
πέγασα
[ˈpeɣasa]
Ποτάμ., Σίλατ.
πέασα
[ˈpeasa]
Σίλατ.
Υποτ.
παγάσω
[paˈɣaso]
Ποτάμ., Φάρασ.
πηγάσω
[piˈɣaso]
Σίλατ.
παάσω
[paˈaso]
Ουλαγ.
πηάσου
[piˈasu]
Μισθ.
πάσω
[ˈpaso]
Ουλαγ., Φάρασ.
Προστ. Εν.
πάγασ'
[ˈpaɣas]
Φάρασ.
πάασ'
[ˈpaas]
Ουλαγ.
πάαζ'
[ˈpaas]
Ουλαγ., Φάρασ.
πήασ'
[ˈpias]
Μισθ.
πασ'
[pas]
Ουλαγ., Φάρασ.
Πληθ.
παγάσετε
[paˈɣasete]
Φάρασ.
πεγάσετ'
[peˈɣaset]
Ανακ.
Από τον αόρ. ἐπήγα, υποτ. να πάγω του ρ. ὑπάγω ή ὑπαγαίνω, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω (βλ. και Dawkins 1916: 630).
1. Μεταφέρω, οδηγώ κάποιον ή κάτι κάπου
ό.π.τ.
:
Ισύ παάεις με ντο φίγ̑'
(Εσύ με πηγαίνεις στο φίδι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παρασκευή μέρα σωρούουν πηάζουν ντα
(Την Παρασκευή τα μαζεύουν και τα πηγαίνουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πηάζου ντου χτήνου σου στάβλου
(Πηγαίνω την αγελάδα στον στάβλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'φοτές τα παγάνκε, δίψασανε
(Καθώς τον κουβαλούσε μαζί του, δίψασαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντα χτηνά απογού παίρισκαν ντα, καταβάισκαν ντα, πηάιξαν ντα τσ̑αχ Τούbα
(Τις αγελάδες αποδώ τις έπαιρναν, τις κατέβαζαν, τις πήγαιναν μέχρι την Τούμπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντα Φώτα 'τουν ερόταν, πηάισ̑καμ' φασόλια, κόλλ'φα
(Όταν έρχονταν τα Φώτα, πηγαίναμε (στο σπίτι που πενθούσε νεκρό) φασόλια, κόλλυβα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πηάιξα δου σου αμάξ' απ'κάτ'
(Το πήγαινα στο αμάξι από κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σώρουυαμ' μπαμbατσ̑ού ντα γούτσ̑α, πηάιξαμ' ντα σου μύλους
(Μαζεύαμε τα κουκούτσια του βαμβακιού και τα πηγαίναμε στον μύλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Όπ' το πάισ̑γκε, ήρτε ένα bινάρ' κουνdά
(Καθώς τον είχε πάρει μαζί του, ήρθε κοντά σε μιά πηγή)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πήγεν, πάγασεν τη κ͑άζα μο ντο πιρίνdζ̑ι
(Πήγε, πήρε (μαζί της) την χήνα)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντο ναίκα τ' έπε κι: "Ογώ σήμερ' γήυρα ένα καλό σ̑έι γκαι να το παάσω ντο πατισάχ'». Πάασεν ντα
(Στη γυναίκα του είπε: «Εγώ σήμερα βρήκα ένα καλό πράγμα, και θα το πάω στον βασιλιά». Τα πήγε (τα καλά τσαμπιά))
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το μαχτσούμι πάλι πήρεν ντο το σέλι· πάσεν ντο 'ς α λίμbλη
(Αλλά το μωρό το παρέσυρε ο χείμαρος· το πήγε σε μιά λίμνη)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήγασιν ντα σο σπίτι ντου
(Τον πήγε στο σπίτι)
Αφσάρ.
-Dawk.
Πέγασαν ντο σο όργο τ'νε
(Την πήραν (μαζί τους) στη δουλειά τους)
Σίλατ.
-Dawk.
Εκείνα πήασαν ντα bοχτσά
(Εκείνα τα πήγαν δώρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ένα νύφ' ηύριν Τ̔ούρκους 'ντετσ̑ού, πήασιν ντα χτηνά
(Μια νύφη βρήκε Τούρκους, ενώ πήγαινε (στον τσομπάνο) τις αγελάδες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παρένgειλεν ντα να το πηγάσουν σ' ένα βουϊνί
(Διέταξε να την πάνε σ' ένα βουνό)
Σίλατ.
-Dawk.
Ύστερα να παγάσεις το χαρτίο τον τζ̑ελέτη
(Μετά να πας την επιστολή (του βασιλιά) στον δήμιο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ας το πιάσουμ' και ας το παγάσουμ' σο παιδί!
(Ας το πιάσουμε και ας το πάμε στο παιδί)
Ποτάμ.
-Dawk.
Αν σε ρωτήσ̑', «Ντεν έμαχα», πε, γκαι να σε πετάσ̑' όξω να σε παάσ̑'
(Αν σε ρωτήσει, πες "Δεν έμαθα», για να σε διώξει να σε πάρει (ο πατέρας σου) )
Ουλαγ.
-Dawk.
Ρώτσα δου πού να πηάσ' δου ναίκα τ' φέτου
(Τώτα τον πού θα πάει την γυναίκα του φέτος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αρέτζα να ήτουνε το φσ̑όκ-κο μου τσ̑αι το κορζόκ-κο μου, χα πάσει τον νταdάν του ψωμί
(Αν τώρα ήταν εδώ το αγοράκι μου και το κοριτσάκι, θα πήγαινε ψωμί στον πατέρα του)
Φάρασ.
-Dawk.
Πάαζ' μες σου βασιλό το σπίτι
(Πήγαινέ μας στου βασιλιά το σπίτι)
Φάρασ.
-Dawk.
Παγάσετέ τα σο σπίτι
(Πηγαινέτε τον στο σπίτι)
Φάρασ.
-Dawk.
Έπαρ' πήασ' ντου λίου απάν' σου Παρλάκα
(Πάρ' τον πήγαινέ τον πάνω στην Παρλάκα (ιδιοκτήτρια καφενείου στο χωριό όπου γίνεται η ηχογράφηση))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Καριά μ' ντέν ντο παάζ'
(Η καρδιά μου δεν το πηγαίνει˙ Δεν το ανέχομαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πηάζου φέρνου
(Πηγαίνω φέρνω˙ Πηγαινοφέρνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το χαράμι το ιβάρι παγάζει το χαλάλι το γαϊρίδι
(Το απλήρωτο καπίστρι παίρνει μαζί του το πληρωμένο γαϊδούρι˙ Για ένα πολύ μικρό χρέος μπορεί κάποιος να χάσει ολόκληρη περιουσία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το 'μέτ'ρον ντο στσ̑υλ-λί το πελέτσ̑ι πάγασεν ντα τσ̑' ήφερεν ντα
(Το σκυλί μας πήγες κι έφερε το τσεκούρι˙ Όταν κανείς πήγαινε κι ερχόταν άπραγος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
τζ̑ο γ'ρέφ τον τζ̑εχρέ σου· 'υρέφ να παγάσ σην bαναΐα α γομάρ' ξύα
(Δεν βλέπεις την μούρη σου· γυρεύεις να πας στην Παναγία ένα φόρτωμα ξύλα˙ Το έλεγαν στους υποκριτές, που παρίσταναν τους θρήσκους, ενώ ήταν γεμάτοι κακίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γετώ
2. Πηγαίνω
Μισθ., Φάρασ.
:
Πήασαμ' σα αμάξ' απ'κάτ'
(Πήγαμε στην άμαξα από κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
διαβαίνω, πατώ, πηγαίνω