ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγάζω (ρ.) παγάζω [paˈɣazo] Φάρασ. παάζω [paˈazo] Ουλαγ. πηγάζου [peˈɣazu] Μισθ. πεγάζω [peˈɣazo] Ανακ., Σεμέντρ. πεγάζου [peˈɣazu] Μισθ. πηάζου [piˈazu] Μισθ. Παρατατ. πηάισ̑κα [ˈpaiʃka] Μισθ. πηάισκα [piˈaiska] Μισθ. πεγάισκα [peɣˈaiska] Ποτάμ. πηάιξα [piˈaiksa] Μισθ. πάισ̑γκα [ˈpaiʃɟa] Ουλαγ. παγάσκα [paˈɣaska] Φάρασ. παγάνκα [paˈɣaŋka] Φάρασ. bάνκα [ˈbaŋka] Φάρασ. Αόρ. πάγασα [ˈpaɣasa] Αφσάρ., Φάρασ. πάασα [ˈpaasa] Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ. πάσα [ˈpasa] Αφσάρ., Φάρασ. πήγασα [ˈpiɣasa] Αφσάρ., Σεμέντρ. πήασα [ˈpiasa] Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ. πέγασα [ˈpeɣasa] Ποτάμ., Σίλατ. πέασα [ˈpeasa] Σίλατ. Υποτ. παγάσω [paˈɣaso] Ποτάμ., Φάρασ. πηγάσω [piˈɣaso] Σίλατ. παάσω [paˈaso] Ουλαγ. πηάσου [piˈasu] Μισθ. πάσω [ˈpaso] Ουλαγ., Φάρασ. Προστ. Εν. πάγασ' [ˈpaɣas] Φάρασ. πάασ' [ˈpaas] Ουλαγ. πάαζ' [ˈpaas] Ουλαγ., Φάρασ. πήασ' [ˈpias] Μισθ. πασ' [pas] Ουλαγ., Φάρασ. Πληθ. παγάσετε [paˈɣasete] Φάρασ. πεγάσετ' [peˈɣaset] Ανακ. Από τον αόρ. ἐπήγα, υποτ. να πάγω του ρ. ὑπάγω ή ὑπαγαίνω, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω (βλ. και Dawkins 1916: 630).
1. Μεταφέρω, οδηγώ κάποιον ή κάτι κάπου ό.π.τ. : Ισύ παάεις με ντο φίγ̑' (Εσύ με πηγαίνεις στο φίδι) Ουλαγ. -Κεσ. Παρασκευή μέρα σωρούουν πηάζουν ντα (Την Παρασκευή τα μαζεύουν και τα πηγαίνουν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πηάζου ντου χτήνου σου στάβλου (Πηγαίνω την αγελάδα στον στάβλο) Μισθ. -Κοτσαν. 'φοτές τα παγάνκε, δίψασανε (Καθώς τον κουβαλούσε μαζί του, δίψασαν) Φάρασ. -Dawk. Ντα χτηνά απογού παίρισκαν ντα, καταβάισκαν ντα, πηάιξαν ντα τσ̑αχ Τούbα (Τις αγελάδες αποδώ τις έπαιρναν, τις κατέβαζαν, τις πήγαιναν μέχρι την Τούμπα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντα Φώτα 'τουν ερόταν, πηάισ̑καμ' φασόλια, κόλλ'φα (Όταν έρχονταν τα Φώτα, πηγαίναμε (στο σπίτι που πενθούσε νεκρό) φασόλια, κόλλυβα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πηάιξα δου σου αμάξ' απ'κάτ' (Το πήγαινα στο αμάξι από κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σώρουυαμ' μπαμbατσ̑ού ντα γούτσ̑α, πηάιξαμ' ντα σου μύλους (Μαζεύαμε τα κουκούτσια του βαμβακιού και τα πηγαίναμε στον μύλο) Μισθ. -Κοτσαν. Όπ' το πάισ̑γκε, ήρτε ένα bινάρ' κουνdά (Καθώς τον είχε πάρει μαζί του, ήρθε κοντά σε μιά πηγή) Ουλαγ. -Dawk. Πήγεν, πάγασεν τη κ͑άζα μο ντο πιρίνdζ̑ι (Πήγε, πήρε (μαζί της) την χήνα) Φάρασ. -Dawk. Ντο ναίκα τ' έπε κι: "Ογώ σήμερ' γήυρα ένα καλό σ̑έι γκαι να το παάσω ντο πατισάχ'». Πάασεν ντα (Στη γυναίκα του είπε: «Εγώ σήμερα βρήκα ένα καλό πράγμα, και θα το πάω στον βασιλιά». Τα πήγε (τα καλά τσαμπιά)) Ουλαγ. -Κεσ. Το μαχτσούμι πάλι πήρεν ντο το σέλι· πάσεν ντο 'ς α λίμbλη (Αλλά το μωρό το παρέσυρε ο χείμαρος· το πήγε σε μιά λίμνη) Φάρασ. -Dawk. Πήγασιν ντα σο σπίτι ντου (Τον πήγε στο σπίτι) Αφσάρ. -Dawk. Πέγασαν ντο σο όργο τ'νε (Την πήραν (μαζί τους) στη δουλειά τους) Σίλατ. -Dawk. Εκείνα πήασαν ντα bοχτσά (Εκείνα τα πήγαν δώρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ένα νύφ' ηύριν Τ̔ούρκους 'ντετσ̑ού, πήασιν ντα χτηνά (Μια νύφη βρήκε Τούρκους, ενώ πήγαινε (στον τσομπάνο) τις αγελάδες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παρένgειλεν ντα να το πηγάσουν σ' ένα βουϊνί (Διέταξε να την πάνε σ' ένα βουνό) Σίλατ. -Dawk. Ύστερα να παγάσεις το χαρτίο τον τζ̑ελέτη (Μετά να πας την επιστολή (του βασιλιά) στον δήμιο) Φάρασ. -Dawk. Ας το πιάσουμ' και ας το παγάσουμ' σο παιδί! (Ας το πιάσουμε και ας το πάμε στο παιδί) Ποτάμ. -Dawk. Αν σε ρωτήσ̑', «Ντεν έμαχα», πε, γκαι να σε πετάσ̑' όξω να σε παάσ̑' (Αν σε ρωτήσει, πες "Δεν έμαθα», για να σε διώξει να σε πάρει (ο πατέρας σου) ) Ουλαγ. -Dawk. Ρώτσα δου πού να πηάσ' δου ναίκα τ' φέτου (Τώτα τον πού θα πάει την γυναίκα του φέτος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αρέτζα να ήτουνε το φσ̑όκ-κο μου τσ̑αι το κορζόκ-κο μου, χα πάσει τον νταdάν του ψωμί (Αν τώρα ήταν εδώ το αγοράκι μου και το κοριτσάκι, θα πήγαινε ψωμί στον πατέρα του) Φάρασ. -Dawk. Πάαζ' μες σου βασιλό το σπίτι (Πήγαινέ μας στου βασιλιά το σπίτι) Φάρασ. -Dawk. Παγάσετέ τα σο σπίτι (Πηγαινέτε τον στο σπίτι) Φάρασ. -Dawk. Έπαρ' πήασ' ντου λίου απάν' σου Παρλάκα (Πάρ' τον πήγαινέ τον πάνω στην Παρλάκα (ιδιοκτήτρια καφενείου στο χωριό όπου γίνεται η ηχογράφηση)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Καριά μ' ντέν ντο παάζ' (Η καρδιά μου δεν το πηγαίνει˙ Δεν το ανέχομαι) Ουλαγ. -Κεσ. Πηάζου φέρνου (Πηγαίνω φέρνω˙ Πηγαινοφέρνω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Το χαράμι το ιβάρι παγάζει το χαλάλι το γαϊρίδι (Το απλήρωτο καπίστρι παίρνει μαζί του το πληρωμένο γαϊδούρι˙ Για ένα πολύ μικρό χρέος μπορεί κάποιος να χάσει ολόκληρη περιουσία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το 'μέτ'ρον ντο στσ̑υλ-λί το πελέτσ̑ι πάγασεν ντα τσ̑' ήφερεν ντα (Το σκυλί μας πήγες κι έφερε το τσεκούρι˙ Όταν κανείς πήγαινε κι ερχόταν άπραγος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. τζ̑ο γ'ρέφ τον τζ̑εχρέ σου· 'υρέφ να παγάσ σην bαναΐα α γομάρ' ξύα (Δεν βλέπεις την μούρη σου· γυρεύεις να πας στην Παναγία ένα φόρτωμα ξύλα˙ Το έλεγαν στους υποκριτές, που παρίσταναν τους θρήσκους, ενώ ήταν γεμάτοι κακίες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γετώ
2. Πηγαίνω Μισθ., Φάρασ. : Πήασαμ' σα αμάξ' απ'κάτ' (Πήγαμε στην άμαξα από κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. διαβαίνω, πατώ, πηγαίνω