ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πηγαίνω (ρ.) πηγαίνω [piˈʝeno] Σίλατ. πηγαίνου [piˈʝenu] Σίλ. παγαίνω [paˈʝeno] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. παγαίνου [paˈʝenu] Σίλ. παγαίν-νου [paˈʝennu] Σίλ. πεγαίνου [peˈʝenu] Σίλ. πεγαίν-νου [peˈʝennu] Σίλ. πεïαίνου [peiˈenu] Σίλ. πηαίνου [piˈenu] Σίλ. πααίνω [paˈeno] Ανακ., Φάρασ. πααίνου [paˈenu] Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ. πεαίνου [peˈenu] Σίλ. παίνω [ˈpeno] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. παίνου [ˈpenu] Μαλακ., Μισθ. παινίσ̑κω [peˈniʃko] Αραβαν. υπάγω [iˈpaɣo] Φάρασ. πάγω [ˈpaɣo] Φάρασ. υπάω [ˈipao] Φκόσ. πάω [ˈpao] Ανακ., Αξ., Μισθ. Παρατατ. πήινα [ˈpiina] Σίλ. παγαίνισκα [paˈʝeniska] Σινασσ. παγαίνισ̑κα [paˈʝeniʃka] Ποτάμ. πααίνισ̑κα [paˈeniʃka] Ανακ. παγαινόνdισκα [paʝeˈnondiska] Σίλ. πεγαιν̑-ν̑ινόνdζ̑ισκα [peʝeɲ:iˈnondʒiska] Σίλ. πεγαιν-νόνdζ̑ισκα [peʝenˈnondʒiska] Σίλ. παγαίνκα [paˈʝeŋka] Αφσάρ., Φάρασ. παγάισ̑κα [paˈɣaiʃka] Ανακ. πααίνκα [paˈeŋka] Αφσάρ., Φάρασ. πάνκα [ˈpaŋka] Φάρασ. bάνκα [ˈbaŋka] Φάρασ. παίνισκα [ˈpeniska] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Φερτάκ., Φλογ. παίνισ̑γκα [ˈpeniʃga] Ουλαγ., Φερτάκ. bαίνισ̑κα [ˈbeniʃka] Μισθ. bαίνισ̑κα [ˈbeniʃka] Μισθ. παίνιξα [ˈpeniksa] Μαλακ., Μισθ. παίνιψα [ˈpenipsa] Μισθ. παίν'σκα [ˈpenska] Μαλακ. παίσ̑κα [ˈpeʃka] Αξ., Μπέηκ. έπαισ̑κα [ˈepeʃka] Αξ. πήγανα [ˈpiɣana] Ποτάμ. παίνια [ˈpeɲa] Μαλακ. πηάξα [piˈaksa] Μισθ. Αόρ. πήγα [ˈpiɣa] Αφσάρ., Καππ., Κίσκ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. επήγα [eˈpiɣa] Μπέηκ., Τελμ. χ̑πήγα [çˈpiɣa] Αξ. πήα [ˈpia] Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ. πηάγα [piˈaɣa] Κίσκ., Σατ., Φάρασ. γ' Εν. πήνι [ˈpini] Αφσάρ., Τσουχούρ. πη [pi] Τσουχούρ. Υποτ. πάγω [ˈpaɣo] Καππ., Φάρασ. πάω [ˈpao] Καππ., Φάρασ. bάω [ˈbao] Φλογ. πάγου [ˈpaɣu] Μισθ. πάου [ˈpau] Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ. πέγω [ˈpeɣo] Τελμ. πέω [ˈpeo] Φλογ. υπάγω [iˈpaɣo] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φερτάκ. υπάγου [iˈpaɣu] Σίλ., Τσουχούρ. γυπάγου [ʝiˈpaɣu] Σίλ. υπάου [iˈpau] Αφσάρ. Προστ. Εν. πήγαινε [ˈpiʝene] Ποτάμ. Πληθ. πηγατε [piˈʝenete] Ποτάμ. Αόρ. πάτε [ˈpate] Καππ. Από το αρχ. ρ. ὑπάγω = προχωρώ (μεταγν. σημ. ‘πηγαίνω’). Το πηγαίνω είναι μεσν. και προέκυψε όταν ο πρτ. ὑπῆγον του ὑπάγω εξελίχθηκε στο μσν. ὑπῆγα, που θεωρήθηκε αόρ. Στην συνέχεια, με βάση τον αόρ. πῆγα (από το ὑπῆγα με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.) σχηματίστηκε ο ενεστ. πηγαίνω κατά το σχήμα έμαθα-μαθαίνω. Το μεσν. παγαίνω από το ὑπαγαίνω, που και πάλι σχηματίστηκε με βάση τον αόρ. ὑπῆγα κατά το σχήμα έμαθα-μαθαίνω. Το μεσν. πάγω από το ὑπάγω με αποβ. του αρκτ. άτ. φων. Το πάω με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ɣ]. Το παινίσ̑κω με βάση το μη συνοπτ. θ. παιν- και το επίθμ. -ίσκω. Η φρ. πάω αντίκρυ του είναι μεταφρ. δάν. από την τουρκ, φρ. karşısina giderim. Για τη φρ. αφήνω παίνω πβ. το τουρκ. birakmak gitmek = αφήνω και φεύγω. Οι φρ. του τύπου στο ζόρι μου πήγε είναι μεταφρ. δάν. από την τουρκ φρ. zora varmak.
1. Διανύω μιαν απόσταση για να φτάσω κάπου, ακολουθώ μια διαδρομή, μια πορεία (πεζός ή με όχημα), φεύγω, προχωρώ ό.π.τ. : Πήγε τ' αχόρι να ρήσ̑ει χαϊβάνιν ντου (Πήγε στον στάβλο να δέσει το ζώο του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πότε παγαις ση στράτα, αν πεινάσ̑εις, να πεις: «Ατσ̑ι̂́λ, σουφραγί μ, ατσ̑ι̂́λ" (Όταν πηγαις στον δρόμο, αν πεινάσεις, πες: «Άνοιξε, μαντήλι μου, άνοιξε") Ποτάμ. -Dawk. 'Παπού έρτσεσαι τζαι πού παγαις, ε γιο μου; (Από πού έρχεσαι και πού πηγαις, γιε μου;) Φάρασ. -Grég. Τούτους παγαίνει 'ς χωριό (Αυτός πηγαίνει στο χωριό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φεύγει, παγαίν-νει πολύ μακρά σ' τἔνα χουριό (Φεύγει, πηγαι πολύ μακριά σ' ένα χωριό) Σίλ. -Dawk. 'Πόταν τούτους άρτουπους πεγαίν-νει, τσ̑αbαλαdά να κ͑ανdουρτζ̑ήσ̑ει τσ̑ην 'εναίκα (Όταν αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει εκεί, προσπαθεί να γοητέψει την γυναίκα (του συναδέλφου του)) Σίλ. -Dawk. Πααίνω να νάβρω αν gετσ̑ί (Πηγαίνω να βρω μιά κατσίκα) Φάρασ. -Dawk. Οπ' τσ̑ην κοινωνία τσ̑ην κοινωνία πααίνουμ' τσ̑ην gλησ̑ά (Από την μιά κοινωνία στην άλλη πάμε στην εκκλησία (δηλ. όχι Κάθε Κυριακή)) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παίν' ιτό, ρανά δα σχέδια, βγάλ' δα σχέδια (Πάει αυτός, βλέπει τα σχέδια, βγάζει τα σχέδια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το κορίτσ̑' παίν' ζ' ράψ̑' (Το κορίτσι πηγαίνει στην ραπτική) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίνου κατόψα τ' (Πηγαίνω πίσω του) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου τʝη στράτα, παίνου (Παίρνω τον δρόμο (και) πηγαίνω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑ι πάεις απάν' σο, απάν' σου πάγους παίνιξις (Και πηγαίνει επάνω, επάνω στον πάγο πήγαινες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κι ένα παίρ' το και πά' (Επίσης το παίρνει και πάει) Ανακ. -Cost. Με πότε πάνε σο χωρίο σας; (Μα πότε πηγαίνουν στο χωριό σας;) Φάρασ. -Dawk. 'Που έρσ̑ιτι, 'γώ πήινα (Όταν ερχόταν, εγώ πήγαινα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γουρbέτσ̑ι ρεν πεγαιν-νινόνdζ̑ισκι (Δεν έφευγε από το σπίτι) Σίλ. -Dawk. Τα λαλέματα όσον παιγαίνισκαν, ήρχονdο εκεί κονdά τ' (Οι φωνές όσο προχωρούσαν, πλησίαζαν προς αυτόν) Σινασσ. -Αρχέλ. Του παγαίνκινι αdζ̑εί, σως τηνευίdζα ψοφάνκινι (Αυτός που πήγαινε εκεί, μέχρι το πρωί πέθαινε) Αφσάρ. -Dawk. Όπου ήτονε σ̑ήρα σα χορούς δεν πααίνισ̑κεν (Όποια ήταν χήρα δεν πήγαινε σε χορούς) Ανακ. -Cost. Παίνισκα σου Κάστρους (Πήγαινα στο Κάστρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίνισ̑καν σ' ένα odά τσ̑ι τράβαναν κλήρο (Πήγαιναν σ' ένα δωμάτιο και τραβούσαν κλήρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Νέα ντε μπαίνισ̑καν νεκκλησ̑ά (Οι νέοι δεν πήγαιναν στην εκκλησία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντο παιί οπ' παίνισ̑γκγκ, απαπίσω τ' ήρτε γκαι το τσ̑ι̂ράκ͑' (Καθώς προχωρούσε ο νεαρός, πήγε από πίσω του και ο υπηρέτης) Ουλαγ. -Dawk. Πρώτα ογώ άλλου όργου χιώρεινα: φορτηγό είχα, παίνιξα όξου στην Ευρώπη (Πρώτα εγώ άλλη δουλειά έκανα: φορτηγό είχα, πήγαινα έξω στην Ευρώπη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίνιξαμ ’ς Νίγδης ντου τσ̑αρτσ̑ί (Πηγαίναμε στην αγορά της Νίγδης) Μισθ. -Κοτσαν. Aν παίνιψι στράα, αν του παθαίνιψι στράα απάν' που οdηγίζ'; (Αν πήγαινε στον δρόμο, αν το πάθαινε στον δρόμο απάνω που οδηγούσε;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'φόdες πααίνκε, ήγρεψεν αμ ποτάμι μπρον ντου (Καθώς πήγαινε, είδε μπροστά του ένα ποτάμι) Φάρασ. -Dawk. Πααίνκι σα ρουσ̑ία (Πήγαινε στα βουνά) Αφσάρ. -Dawk. Ούτσ̑α όρ'σαν τα ντιλέκια τ'νε και παίσ̑καν (Έτσι όρισαν τις επιθυμίες τους και πήγαιναν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'Φόdες bάνκε ση στράτα ο νομάτ, ήρτ' αν ντερβίσ̑ης γνένdα του (Καθώς ο άνθρωπος πήγαινε στον δρόμο, τον συνάντησε ένας δερβίσης) Φάρασ. -Dawk. Πηάξαν 'ς νύφ' (Πήγαιναν στην νύφη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σκόλεια πού πήγιν; (Σχολείο που πήγε;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήγαμ' για dεν ντο είdιαμ' (Πήγαμε αλλά δεν τον είδαμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήγεν ο βασιλός σ' έν' άβου σ̑εχέρι (Πήγε ο βασιλιάς σε μιά άλλη πολή) Φάρασ. -Dawk. Πήγαν οι τσ̑ορbατζ̑οί (Οι διοικητές προχώρησαν) Αφσάρ. -Dawk. Πήγαμ' νιούτσικου απάνου (Πήγαμε λίγο απάνω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Επήγα και τα gϋζέλια ηύρα τα (Πήγα και τις τρεις Όμορφες τις βρήκα) Τελμ. -Dawk. Αυτός που πήι, πήι. Αυτοί που 'πόμαν, θα προσπαθήσ'νι (Αυτός που πήγε (στο εξωτερικό) πήγε. Αυτοί που έμειναν (εδώ) θα προσπαθήσουν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αβραγάμης πήεν 'ς σην κόρη τ' (Ο Αβραάμ πήγε στην κόρη του) Ανακ. -Cost. Πήεν τσ̑' ο νταdά τ'ς 'ς σημ bόλη (Πήγε κι ο πατέρας της στην πόλη) Φάρασ. -Dawk. Άλλους πήι, άλλους ήρτι (Άλλος πήγαινε, άλλος ερχόταν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άου 'φήτζ̑ιν ντα· 'φἠτζ̑ιν, πήνι αράπ (Από δω και πέρα το παράτησε· το παράτησε και έφυγε ο αράπης) Αφσάρ. -Dawk. Πήαμ' 'ς ση Φέρκα (Πήγαμε στη Φέρκα) Κίσκ. -Dawk. Πηάγανε 'ς α ορμάνι (Πήγανε σ' ένα δάσος ) Φάρασ. -Dawk. Να πάου τάλασσα; (Να πάω θάλασσα (για μπάνιο);) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να πάμ' σ' Μισ̑τί (Να πάμε στο Μιστί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μι το καλό να πας, μι το καλό να νάρτεις (Με το καλό να πας, με το καλό να 'ρθεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'Tον bας εκεί πέρα, λύσε τσ̑ουβαλιού το στόμα (Όταν πας εκεί, λύσε το άνοιγμα του τσουβαλιού) Φλογ. -Dawk. 'Σ πα η χώρα μαδήσει 'ς σον τεμίσι (Ας πάει η χώρα να μαδήσει (τα χωράφια) στην ζέστη) Τσουχούρ. -Dawk. Να πέγω να το φέρω (Θα πάω να το φέρω) Τελμ. -Dawk. Πού να πες; (Για πού το' βαλες;) Φλογ. -Dawk. Να υπάγω σο νεματσ̑ικό να σταρώ εξομολόγησ̑η (Θα πάω στον πνευματικό να σταθώ (σε) σε εξομολόγηση (να εξομογηθώ)) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να υπάγω να παρακαλέσω το Θεό (Θα πάω να παρακαλέσω τον Θεό) Φάρασ. -Dawk. 'Που καν υπάς, τσαν ένι (Όπου κι αν πας, εκεί είναι) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'Α υπάγου 'α ιδώ του πεθερού μου τ' όργου (Θα πάω να δουλέψω στον πεθερό μου) Τσουχούρ. -Dawk. Να υπάου τσ̑αι 'γώ; (Να πάω κι εγώ;) Αφσάρ. -Αναστασ. Πού σε υπάτι; (Πού θα πάτε;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήγαινε ιμιά να ιδούμε (Πήγαινε μιά φορά να δούμε (αν θα τα καταφέρεις)) Ποτάμ. -Dawk. Πηγαίνετε· εκείνο τη ναίκα φερέτ' το εδά πέρα (Πηγαίνετε· εκείνη τη γυναίκα φέρτε την εδώ πέρα) Ποτάμ. -Dawk. Πηάγα τζ̑αι τρία, τέσσαρα φορέδες στην Πόλη (Πήγα και τρεις τέσσερις φορές στην Πόλη) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Πεγαίν' κοιλιά μου (Πηγαίνει η κοιλιά μου˙ Έχω ευκοιλιότητα) Σίλ. -Κωστ.Σ. το πααίνουμ' Τετράδ', Πέφτ' κλπ. (την Τετάρτη, Πέμπτη κλπ. που πηγαίνει˙ την επόμενη Τετάρτη, Πέμπτη κλπ.) Ανακ. -Cost. Παίνω στο χουζούρ' (Πηγαίνω προς εμφάνιση˙ Εμφανίζομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πάω αντίκρυ του Ανακ. -Cost. Παίρω ντο στράτα γκαι παίνω (Παίρνω τον δρόμο και πηγαίνω˙ Ξεκινώ) Ουλαγ. -Κεσ. Παίρω ντο κιφάλι μ' γκαι παίνω (Παίρνω το κεφάλι μου και πηγαίνω˙ Φεύγω απελπισμένος) Ουλαγ. -Κεσ. Αφήνω παίνω (Αφήνω πηγαίνω˙ Σηκώνομαι και φεύγω) Ουλαγ. -Κεσ. Τ' γλώσσα μ' ομbρό dε παίν' (Η γλώσσα μου εμπρός δεν πηγαίνει˙ Δεν τολμώ να μιλήσω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μελόζ ουτ ντε παίν' (Το μυαλό του δεν πηγαίνει˙ Δεν καταλαβαίνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίν' γκαριά μ' (Πηγαίνει η κοιλιά μου˙ Είμαι ευκοίλιος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίνω ντο ζευγάρ' (Πηγαίνω στο ζευγάρι˙ Πηγαίνω για όργωμα) Ουλαγ. -Κεσ. Παίνου (τσ') έρουμι (Πηγαίνω κι έρχομαι˙ Πηγαινοέρχομαι) Μισθ., Ουλαγ., Γούρδ. -Κοτσαν. Πήγαν να ντιαβούν ασ' καργιά τ' (Πήγαν να διαβούν από την καρδιά του˙ Πήγαν να τον παρηγορήσουν (για συγγενείς νεκρού))) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίνου ασκιάρους (Πηγαίνω φαντάρος˙ Στρατεύομαι) Μισθ. -Κοτσαν. όσον παίν' (όσο πηγαίνει˙ όσο "προχωρά", εξελίσσεται κάτι (π.χ. μιά ασθένεια)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αζ' νησ̑τικάγια πήγα (Από την πείνα πήγα˙ Πεινώ πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήγε σο ζόρι τ' (Πήγε στο ζόρι του˙ Του κακοφάνηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντο ζόρι μ' πήε (Στο ζόρι μου πήγε˙ Μου κακοφάνηκε) Ουλαγ. -Κεσ. Καλά χ̑πήγες το ήφερες (Καλά πήγες το έφερες˙ Καλά έκανες που το έφερες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήε σε χασιρέτ' (Πήγε εσένα επιθυμία˙ Σε επιθύμησε) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. Σαμού πααίν σ' όργο σου, μη γ'ρέφ' τη χώρα πα ειπεί (Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου, μην κοιτάζεις τον κόσμο τι θα πει˙ Μείνε προσηλωμένος στον στόχο σου και μη νοιάζεσαι για τη γνώμη του καθενός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' χελώνα ρώτ'σαν ντο: "Πούγε παίνεις;" - "Στον Αινdάφο" - «Ασ' το σάλεμα ζ' 'ναι bελ-λού" (Τη χελώνα τη ρώτησαν: "Πού πηγαίνεις;" - "Στον Α΄γιο Τάφο" - "Απ' το βάδισμά σου φαίνεται"˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι παραπάνω απ' τις δυνάμεις τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το παίν' gι έρχεται σο τσ̑εσ̑μέ το λαγήν' τσακούται (Το λαγήνι που πηγαινοέρχεται στη βρύση στο τέλος σπάζει˙ Η μεγάλη χρήση ενός πράγματος στο τέλος το καταστρέφει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συ 'φότες πααίνκες, 'γώ 'ρχούμουνα (Εσύ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουνα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Εσ̑ύ 'τον έπαισ̑κες, εγώ ερούτονμαι (Εσύ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουνα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Όνdενε παίνισ̑κες εσ̑ύ, εγώ ερχόμουν (Εσύ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουνα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήγες 'ς σομύλο μ' κι άσπρισες τα μαλλιά σ'; (Πήγες στον μύλο κι άσπρισες τα μαλλιά σου;˙ Για τους ηλικιωμένους που δείχνουν απειρία) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κούρτα την αχλαβού, 'ς πά' κάτου (Κατάπιε το πλαστρόξυλο, ας πάει κάτω˙ Το έλεγαν σ' έναν που θύμωνε κι ήταν έτοιμος να πετάξει μιά προσβλητική λέξη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γκρεύω να υπάγω σο τζ̑εν-νέσ̑' άμ-μα τα κρίματα μ' dε με βαήκνουν (Θέλω να πάω στον Παράδεισο αλλά οι αμαρτίες μου δεν με αφήνουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Πηγαίνεις και συφτάνεις 'πότε την ευλογίζουν (Πηγαίνεις και προλαβαίνεις όταν την παντρεύουν στην εκκλησία) Σίλατ. -Φαρασόπ. Τούτσ̑οι παπάροι πηγαίνουσ̑ι 'ς τουν σπίτσ̑ιν ντους (Αυτοί οι παπάδες πηγαίνουν στο σπίτι τους) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αbρός κόρη, πίσου τ' παιρί, παγαίνουσ̑ι στσ̑ης χάλας τους (Μπροστά η κόρη, πίσω ο γιος, πηγαίνουν στης θείας τους) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήγαν πήγαν και στάθανε στης μάνας του την θύραν (Προχώρησαν και πήγανε στη μάς του την θύρα) Σίλατ. -Φαρασόπ.
2. Χάνομαι, εξαλείφομαι Φλογ. : Αbεκεί σο τσ̑εσ̑μέ αν πίεις, τα κέρατα παίν-νε (Αν πιεις από εκείνη την βρύση, τα κέρατα (που έχουν βγει) θα χαθούν) Φλογ. -Dawk.
3. Μεταφέρω, οδηγώ κάποιον ή κάτι κάπου Καππ., Σίλ. : Πεαίνουσ̑ι τεζ εικόνες (Πηγαίνουν τις εικόνες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κανά δυο παίνιξαν μπακαλιάρος, λία ζεϊτίνια (Κανά δυο έφερναν μπακαλιάρο, λίγες ελιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έλάτ' να σας υπάμι (Ελάτε να σας πάμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μας πήγιν τ' ένα σκολειό (Μας πήγε σ' ένα σχολείο) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Την νύμφην μου την πήρανε και στην βλόγηση την πήγανε (Τη κοπέλα που επρόκειτο να παντρευρώ την πήρανε και την πήγανε στον γάμο (με άλλον)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Ούλα τα κάστρα πάτε με, 'ς σης Νίκιας μη με πάτε (Σ' όλα τα κάστρα πάτε, στης Νίκαιας μη με πάτε) Καππ. -Αλεκτ.
4. Βρίσκομαι σε μιά (εξελισσόμενη) κατάσταση, διαδικασία Μισθ. : Dεν παίνιξαν καλά δα άργαδα με την κυβέρνηση (Δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές με την κυβέρνηση) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντα γεννήμαδα, άλλα πήαν καλά, άλλα ντε πήαν (Η αγροτική παραγωγή, αλλού πήγε καλά, αλλού δεν πήγε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
5. Φτάνω σε μιά συγκεκριμένη ηλικία Μισθ. : Πήι 'ς σα 'κατό. Ιμείς τσ̑αχ 'ς σα ογδόdα dε θα πάμ' (Έφτασε στα 100. Εμείς μέχρι τα 80 δεν θα φτάσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.