πηγαδόκκο
(ουσ.)
πεγαϊδόκ-κο
[peɣai'ðokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. πηγάδι, όπου και τύπ. πεγάιδι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Πηγαδάκι, βρυσούλα