ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πετσί (ουσ. ουδ.) πετσίν [pe'tsin] Σίλ. πετσί [pe'tsi] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. πιτσί [pi'tsi] Σινασσ. Πληθ. πετσιά [pet'sça] κ.α., Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. πετζίον = δέρμα, το οπ. ή από το μεσν. λατιν. pecia, petium (DGE) ή το ιταλ. pezzo (Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α΄, σ. 396)
1. Δέρμα ό.π.τ. : Νταφταριού ντου νταμπάν' τσ̑όδουν μι πετσί (το κάλυμμα του βιβλίου ήταν από δέρμα) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Να φας τα πετσιά σ' (να φας τις πέτσες σου˙ έκφραση που δηλώνει συμπάθεια) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Υπερβολικά αδύνατος (μτφ) Μαλακ., Φάρασ. : || Παροιμ. Ένι 'στον τζ̑αί πετσί (είναι πετσί και κόκκαλο˙ είναι πολύ αδύνατος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.