πεσταμπάλι
(ουσ. ουδ.)
πεσ̑ταμbάλ'
[peʃtamˈbal]
Αραβαν.
π͑ίσ̑ταμπάλι
[pʰiʃtaˈbali]
Αφσάρ., Φάρασ.
πισ̑ταμbάλ'
[piʃtaˈbal]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. peştamal = μεγάλη πετσέτα μπάνιου, όπου και διαλεκτ. τύπ. peştambal, peştembel, peştomal (για τους δύο τελευταίους τύπ. βλ. Τομπαΐδης & Συμεωνίδης 2002: 161, λ. πισ̑τεμπέλι). Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. πεστεμάλι (Λεξ. Σομ.)
1. Πετσέτα
ό.π.τ.
:
'κόνdα το πισ̑ταμbάλ' τση χαραή του, τσ̑αι 'πνώσε 'ντάμα του
(Ρίξε την πετσέτα στο πρόσωπό της (ενν. για να μην τη βλέπεις) και κοιμήσου μαζί της)
Τσουχούρ.
-VLACH
Απεκεί με το πεσ̑ταμbάλ' κρούει το χότζα καλά, μπαϊνdι̂ρντι̂́σ̑' το και φέγνει
(Μετά βαράει με την πετσέτα το χότζα δυνατά, τον ρίχνει λιπόθυμο και φεύγει)
Αραβαν.
-Φωστ.