ντιζλίκα
(ουσ. θηλ.)
ντιζλίκ'
[dizˈlik]
Γούρδ.
ντιζλίκα
[dizˈlika]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Τσελτ.
ντισ̑λίκα
[diʃˈlika]
Δίλ., Μισθ.
τ̔ιζλίκα
[tʰizʹlika]
Τροχ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. dizlik = α) παντελονάκι ως το γόνατο ή υφασμάτινη επιγονατίδα β) ως διαλεκτ. σημ., ποδιά εργασίας. Η προσαρμογή κατά τα θηλ. σε -α πιθ. αναλογ. από το ουσ. ποδιά.
1. Γυναικεία κυρίως ποδιά
ό.π.τ.
:
’φαντή ντιζλίκα
(Υφαντή ποδιά)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Να χέκουμ' ντιζλίκα μας ψωμί, τυρί, κρομμύγ' να φάμε
(Να βάλουμε στην ποδιά μας ψωμί, τυρί, κρεμμύδι, να φάμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έπιασα το γι̂ριά ασ' το ντιζλίκα τ’
(Έπιασα τη γριά από την ποδιά της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λίγο ακούμ’ το γι̂ργιά σ̑ηκώρη, σούγγ’σε τα ντάκρυά τ’ μι το ντιζλίκα τ’
(Σε λίγο η γριά σηκώθηκε, σκούπισε τα δάκρυα με την ποδιά της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κάνισκαμ' και σα εμέτερε τα φσ̑άχα απ’ ένα ντίζλικα
(Φτιάχναμε και στα δικά μας παιδιά από μία ποδιά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Γιόμουσι ντιζλίκα τ' γαρπούσια κιαλάτσια, γιόμουσι ντιζλίκα τ'
(Γέμισε την ποδιά της καρπούζια, πεπόνια, γέμισε την ποδιά της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιόμουνιν ντιζλίκα τ' λε, σ̑έριξιν ντου σπόρους λε
(Γέμιζε την ποδιά της λέει, έρριχνε το σπόρο λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ιγκλίκι, ετέκι, μπροστέλα, πεσκίρι, πεσταμπάλι, ποδιά
2. Ποσότητα στερεών που χωράει σε μιά ποδιά
Μισθ.
:
Ηὐρα 'να ντισ̑λίκα βορκότσ̑α
(Βρήκα μιά ποδιά βερίκοκα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.