ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντικμέ (ουσ. ουδ.) ντικμέ [dikˈme] Δίλ., Ουλαγ. Aπό το τουρκ. ουσ. dikme = α) στήριγμα β) φυτό.
Δέντρο ό.π.τ. : Έβγα ντο ντικμέ απάν' gαι ντράνα τίλοο νίσκεται (Ανέβα πάνω στο δέντρο και κοίτα τι γίνεται) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο κορίτσ̑’ ήρτε πάλ’ εκού ντο ντικμέ κουντά· εκού ένα μπασκά ντικμέ έντεσε ντο άλοχό τ’ (Το κορίτσι ήρθε πάλι κοντά στο δέντρο· εκεἰ σ’ ένα άλλο δέντρο έδεσε το άλογό του) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. αγατσιά, δέντρο, ξύλο, τσαλούδι