ντικμέ
(ουσ. ουδ.)
ντικμέ
[dikˈme]
Ουλαγ.
Aπό το τουρκ. ουσ. dikme = α) στήριγμα β) φυτό.
Δέντρο
:
Έβγα ντο ντικμέ απάν' γκαι dράνα τίλοο νίσκεται
(Ανέβα πάνω στο δέντρο και κοίτα τι γίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
αγατσιά, δέντρο, ξύλο, τσαλούδι :1