ντικσιντίζω
(ρ.)
ντικσ̑ινdίζω
[dikʃin'dizo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. tiksinmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. diksinmek = αηδιάζω, σιχαίνομαι.
Σιχαίνομαι
:
«Εγώ έχω γιαράγια, κοντά σας ντε τρώγω, μπέλκι ντικσ̑ινdίζ̑ιτ' με», είπεν· «να! να! Ντε ντικσ̑ινdιζουμ', ούλλα μας 'ντάμα να κάτσουμ στο σοφρά»
(«Εγώ έχω πληγές, δεν τρώω κοντά σας, μήπως με σιχαθείτε, είπε. "Όχι, όχι! δε σιχαινόμαστε, όλοι μας θα κάτσουμε μαζί στο σοφρά")
Αξ.
-Dawk.
Συνών.
σεριάζω