ντίκια
(επίρρ.)
ντίκια
[ˈdica]
Σίλ.
τίκ-κια
[tic:a]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. dik = α) κάθετος β) όρθιος γ) απότομος. Πβ. ποντ. τίκια.
Όρθια
:
Σέκ’ τα ντίκια
(Στήσε το όρθιο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6