ντικένι
(ουσ. ουδ.)
ντικ͑έν'
[diˈkʰen]
Σίλ., Τελμ.
ντικιάν'
[diˈcan]
Φερτάκ.
τικιάνι
[tiˈcani]
Φερτάκ.
Πληθ.
ντικένια
[diˈceɲa]
Τελμ.
ντικενίδια
[diceˈniðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. diken = αγκάθι,, όπου και παλ. και διαλεκτ. τύπ. tiken (Tietze 2016: λ. diken).
1. Αγκάθι
ό.π.τ.
:
Σο ασλάνον εμbρό είνdαι λίγα ντικένια
(Μπροστά στο λιοντάρι είναι λίγα αγκάθια)
Τελμ.
-Dawk.
Πάτ'σεν σο πτάρι τ' ένα ντικιάν'
(Πάτησε με το πόδι του ένα αγκάθι)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σο παιδί με το κορίτσ' απάνω φύτρωσαν βασ̑'λικά και κούλια και σο Κιέλογλαν απάνω τζ̑ακι̂́ρ-ντικενίδια
(Aπάνω στον τάφο του αγοριού και του κοριτσιού φύτρωσαν βασιλικοί και τριαντάφυλλα, και πάνω στου Κασίδη αγριάγκαθα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αγκάθι, καλέμι
2. Αγκίδα
Σίλ.
:
Ταχτά ρεν τα γιόνdζ̑ίσασ’ καλά, βγάνει ντικ͑ένια
(To ξύλο δεν το πλάνισαν καλά, βγάζει αγκίδες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γιογκά