ντιγκελντίζω
(ρ.)
ντινgα̈λντίζου
[diŋɟælˈdizu]
Μισθ.
τινgελντίζω
[tiŋɟelˈdizo]
Φάρασ.
τινγελίζου
[tiˈnʝeˈlizu]
Φάρασ.
τινελντίζω
[tinelˈdizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dinelmek ή diñelmek = στέκομαι όρθιος, όπου και διαλεκτ. τύπ. dingelmek