ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιγκελντίζω (ρ.) ντινgα̈λντίζου [diŋɟælˈdizu] Μισθ. τινgελντίζω [tiŋɟelˈdizo] Φάρασ. τινγελίζου [tiˈnʝeˈlizu] Φάρασ. τινελντίζω [tinelˈdizo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. dinelmek ή diñelmek = στέκομαι όρθιος, όπου και διαλεκτ. τύπ. dingelmek
Στέκομαι ή περιμένω όρθιος ό.π.τ. Συνών. ορθώνω