ντιβαχανέ
(ουσ. ουδ.)
ντιβαχανέ
[divaxaˈne]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. divanhane = α) αίθουσα ακρόασης β) η μεγάλη αίθουσα (κυρίως τραπεζαρία) σε σπίτι (Redhouse).
Μεγάλη αίθουσα