ντιβίτι
(ουσ. ουδ.)
ντιβίτι
[diˈviti]
Φάρασ.
ντιβίτ
[diˈvit]
Ανακ., Αξ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. divit =μελανοδοχείο.
Μελανοδοχείο
ό.π.τ.
:
Σηκώθη το κορίτζι, ήφαρεν αν ντιβίτι τζ̑ι α χαρτίο
(Σηκώθηκε το κορίτσι κι έφερε ένα μελανοδοχείο και ένα χαρτί)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γούμγουμα