ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιβίτι (ουσ. ουδ.) ντιβίτι [diˈviti] Φάρασ. ντιβίτ [diˈvit] Ανακ., Αξ., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. divit =μελανοδοχείο.
Μελανοδοχείο ό.π.τ. : Σηκώθη το κορίτζι, ήφαρεν αν ντιβίτι τζ̑ι α χαρτίο (Σηκώθηκε το κορίτσι κι έφερε ένα μελανοδοχείο και ένα χαρτί) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γούμγουμα