ντιγλέντισμα
(ουσ.)
ντιγλέντζ̑ισμα
[diɣˈlendʒizma]
Σίλ.
Από το ρ. ντιγκλεντίζω, όπου και τύπ. ντιγλεντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Ξεκούραση
Συνών.
ραχάτι
2. Ξενοιασιά