ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεχά (επίρρ.) ντεχά [deˈxa] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. δεχά [ðeʹxa] Φάρασ. τεχά [teˈxa] Φλογ. τ͑εκά [tʰeˈka] Σίλ. ντα̈χά [dæˈxa] Μισθ. ντέχα [ˈdexa] Αξ. νταχά [daˈxa] Μαλακ. ντεεκά [deeˈka] Ουλαγ. ντεεχά [deeˈxa] Μισθ., Ουλαγ. ντεεχαχά [deexaˈxa] Μισθ. λεχά [leˈxa] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. daha, dâha = α) να! β) εδώ, εκεί, όπου και διαλεκτ. τύπ. deha και deeha. Για την αντωνυμική σύνταξη βλ. Αναστασιάδης (1976: 50-51). Ο τύπ. τεκά προέρχεται, σύμφωνα με τον Κωστάκη (1968: 99), από το τουρκ. öteki = άλλος.
1. Δεικτικό μόριο, νά, εκειπέρα ό.π.τ. : Τ’ αλόγατ’ το παλάν και το σοκκάρ’ ντέχα εκειά ‘ζ νευλής το κοσ̑έ ’νται (Του αλόγου το σαμάρι και το σαμαρόσκοινο νάτα πέρα στης αυλής τη γωνιά είναι) Αξ. -Μαυροχ. Ντεεχά τσ̑αού 'νι (Να εκεί πέρα είναι) Μισθ. -Κοτσαν. Εσ̑̑ύ, τ’ αζουρλαντι̂́ζ̑εις τα πρόβατα, ντέχα, εκειά σ’ ιβουνιού το κεφἀλ’ βοσ̑κιένdαι (Εσύ, τα πρόβατα που ζητάς, να, σε εκείνη την βουνοκορφή βόσκουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εσ̑ύ το ξεύρεις άρκαντασ̑’, αμ’ bας άμε, ντεχά τ’ στράτα ομπρός’ναι (Εσύ το ξέρεις, φίλε, αν πας, πήγαινε, ιδού, ο δρόμος μπροστά σου είναι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ετά ντέχα το ρανάς πατέρα τ’ το ίδιο όνομα με μας (Αυτός εκεί πέρα που βλέπεις το επώνυμο του πατέρα του (είναι) το ίδιο με μας) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Τεκά τσό ’ν’ τιλεύεις; (Τι ψάχνεις εκεί;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εχ' ντυό φσ̑άχα, το 'να ου φσ̑άχι τ' ντα̈χά τσ̑εί τσ' εκείνου (Έχει δυό παιδιά, τό ένα του παιδί νάτο εκεί κι εκείνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δεχά έν ατζ̑εινέ το ρουσί, τζ̑’ ήδειξεν σην Ανατολήν τη μερά (Να, είναι εκείνο το βουνό -κι έδειξε στην μεριά της Ανατολής) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ντεχά, ράντ’σα ένα Τούρκους δετσά (Να, είδα έναν Τούρκο εκειπέρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντεχά ρανώ γαρτσ̑ούλαϊ τσ̑είδι τα̈σα̈́ρ ντου γονάχ' (Nα, βλέπω απέναντι είναι το δικό σου το σπίτι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
β. (Επιφών.) να!, oρίστε Μαλακ., Μισθ., Φλογ. : Θέχνει 'ς ένα ταbάχ' απάνω το μο̈χΰρ' και μπαίν', δείχνει το βασ̑ιλιό, «Ντεχά, εγώ 'μαι εκουτσ̑ής». (Βάζει σ' ένα δίσκο επάνω τον σφραγιδόλιθο και πηγαίνει και το δείχνει στον βασιλιά, «Ορίστε, εγώ είμαι ο βοϊδολάτης» ) Φλογ. -Dawk. Τι να γενού; Τεχά, με τα δυό γρούσ̑α τιλεύω το βα μ' (Τι να γίνω; Να, με τα δύο γρόσια συντηρώ τον πατέρα μου ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ε νταχά ιτό μι είπι (Ε, νά, αυτό μου είπε ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Προτρεπτικό μόριο, έλα, άντε Φλογ. : Κάτσε λεχά (Για κάθισε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Άμε λεχά (Για έλα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
3. Ως άκλιτη δεικτ. αντων., εκείνος Ουλαγ., Σίλ. : Ντεεκά το ντερέ κουνdά ’νdαι (Εκείνη η ρεματιά είναι κοντά) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. εδεκείνος, εκεί, εκειά, εκείνος