εκείνος
(αντων.)
εκείνο
[eˈcino]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Τζαλ., Φερτάκ., Φλογ.
εκείνου
[eˈcinu]
Μαλακ., Μισθ.
εκεινό
[eciˈno]
Ουλαγ.
εκεινά
[eciˈna]
Αξ., Μισθ., Φλογ.
ικείνο
[iˈcinο]
Φλογ.
ικείνου
[iˈcinu]
Μαλακ.
ιgεινά
[iɉiˈna]
Φλογ.
ατσ̑είνο
[aˈtʃino]
Φάρασ.
ατσ̑είνου
[aˈtʃinu]
Φάρασ.
αdζ̑είνο
[aˈdʒino]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ατζ̑εινό
[adʒiˈno]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
αdζ̑είνα
[aˈdʒina]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ατζ̑εινά
[adʒiˈna]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
αdζ̑είνε
[aˈdʒine]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ατσ̑εινέ
[atʃiˈne]
Φάρασ.
ατσ̑εινα̈́
[atʃiˈnæ]
Φάρασ.
'κείνο
[ˈcino]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Τζαλ., Φλογ.
'κείνου
[ˈcinu]
Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ.
'κεινό
[ciˈno]
Ουλαγ.
'τζ̑είνο
[ˈdʒino]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
'τζ̑είνε
[ˈdʒine]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
'τζ̑εινά
[dʒiˈna]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
τοκεινόν
[tociˈnon]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ.
νενεκεινόν
[neneciˈnon]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ.
τεκεινά
[teciˈna]
Μαλακ.
τεκεινάς
[teciˈnas]
Σίλ.
τικεινάς
[ticiˈnas]
Σίλ.
τικεινιά
[ticiˈɲa]
Μαλακ.
τουκεινά
[tuciˈna]
Τελμ.
τουκεινιά
[tuciˈɲa]
Ποτάμ.
τουκουγιά
[tukuˈʝa]
Φλογ.
κειτινάς
[citiˈnas]
Σίλ.
Αρσ.
εκείνους
[ˈecinus]
Σίλ.
ικείνους
[iˈcinus]
Σίλ.
ατσ̑είνος
[aˈtʃinos]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ατσ̑είνους
[aˈtʃinus]
Φάρασ.
αdζ̑είνος
[aˈdʒinos]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
'κείνους
[ˈcinus]
Σίλ.
'τσ̑είνος
[ˈtʃinos]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
'τζ̑είνος
[ˈdʒinos]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
κείτινους
[ˈcitinus]
Σίλ.
κειτινός
[citiˈnos]
Σίλ.
Θηλ.
εκείν'
[eˈcin]
Τελμ.
ικείν'
[iˈcin]
Σινασσ.
αdζ̑είνη
[aˈdʒini]
Φάρασ.
'κείν̑η
[ˈciɲi]
Σίλ.
'κείν'
[cin]
Τελμ.
’τσείνη
[ˈtsini]
Σίλ.
Ουδ.
'κείνου
[ˈcinu]
Σίλ.
αdζ̑είνο
[aˈdʒino]
Φάρασ.
Γεν.
εκεινανού
[ecinaˈnu]
Σίλ.
εκεινιαρώ
[eciɲaˈro]
Ουλαγ.
εκεινdζ̑αρώ
[ecindʒaˈro]
Ουλαγ.
κεικιού
[ciˈcu]
Μισθ.
τουνεκεινιού
[tuneciˈɲu]
Σινασσ.
τουνετσ̑εινού
[tunetʃiˈnu]
Φάρασ.
τουτσ̑είνου
[tuˈtʃinu]
Αφσάρ., Φάρασ.
τεκεινιού
[teciˈɲu]
Μαλακ., Μισθ.
τεκϋνιού
[tecyˈɲu]
Φλογ.
τϋκΰν'
[tyˈkyn]
Φερτάκ.
τικείνου
[tiˈcinu]
Μαλακ.
κιτεινού
[citiˈnu]
Σίλ.
τικεινιού
[ticiˈɲu]
Φλογ.
τεκεινιαρού
[teciɲaˈru]
Μαλακ.
τουκειούν
[tuˈcun]
Τελμ.
τουκειουνού
[tucuˈnu]
Φερτάκ.
τουκειουνιού
[tucuˈɲu]
Αραβαν.
τουκούν
[tuˈκun]
Αξ., Γούρδ., Σεμέντρ., Σίλ.
τοκούν
[toˈkun]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ.
τουκουνιαρού
[tukuɲaˈru]
Σεμέντρ., Σίλατ.
Αρσ.
τουdζ̑είνου
[tuˈdʒinu]
Φάρασ.
Θηλ.
σετσ̑είντς
[seˈtʃints]
Φάρασ.
σεdζ̑είντς
[seˈdʒints]
Φάρασ.
σ'τσ̑είνης
[sˈtʃinis]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
εκείνα
[eˈcina]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ.
εκείνια
[eˈciɲa]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
ικείνα
[iˈcina]
Φλογ.
ικείν'
[iˈcin]
Σινασσ.
νεϊκείνα
[neiˈcina]
Αξ.
εκεινά
[eciˈna]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
ικεινά
[iciˈna]
Φλογ.
εκεινιά
[eciˈɲa]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ.
εκεινιαρά
[eciɲaˈra]
Τσαρικ.
εκεινdζ̑ά
[ecinˈdʒa]
Ουλαγ.
αdζ̑εινιά
[adʒiˈɲa]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
'τζ̑εινιά
[dʒiˈɲa]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
'κείνα
[ˈcina]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ.
'κεινιά
[ciˈɲa]
Μισθ.
τακεινόν
[taciˈnon]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ.
τακούν
[takun]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ.
τεκεινιά
[teciˈɲa]
Μαλακ.
τουκουνιά
[tukuˈɲa]
Φλογ.
τουκεινιά
[tuciˈɲa]
Ποτάμ.
Αρσ.
ατσ̑είνοι
[aˈtʃini]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αdζ̑είνοι
[aˈdʒini]
Φάρασ.
αdζ̑είν'
[aˈdʒin]
Σατ.
Θηλ.
αdζ̑είνες
[aˈdʒines]
Φάρασ.
κείτινες
[ˈcitines]
Σίλ.
κειτινές
[citiˈnes]
Σίλ.
Ουδ.
αdζ̑είνα
[aˈdʒina]
Φάρασ.
Γεν.
εκειναρού
[ecinaˈru]
Αξ.
εκεινιαρώ
[eciɲaˈro]
Μισθ., Ουλαγ.
εκεινdζ̑αρώ
[ecindʒaˈro]
Ουλαγ.
'κεινιάρω
[ciˈɲaro]
Μισθ.
'κεινιαρώ
[ciɲaˈro]
Μισθ.
'κειτιάρω
[ciˈtçaro]
Μισθ.
'κειτιαρώ
[citçaˈro]
Μισθ.
'κειτινών
[citiˈnon]
Μισθ., Σίλ.
νεεκεινιώ
[neeciˈɲo]
Αξ.
τουνεκεινιών
[tuneciˈɲon]
Σινασσ.
τουνετσ̑εινώ
[tunetʃiˈno]
Φάρασ.
τουνεdζ̑εινών
[tunedʒiˈnon]
Φάρασ.
τ'νεεκεινιώ
[tneeciˈɲo]
Αξ.
τεκεινιαρώ
[teciɲaˈro]
Μισθ.
τεκεινιαρού
[teciɲaˈru]
Μαλακ.
τικεινιαρού
[ticiɲaˈru]
Μαλακ.
τουκειουνιών
[tucuˈɲon]
Αραβαν.
τουτσ̑εινιώ
[tutʃiˈɲo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
τουκειουνιαρού
[tucuɲaˈru]
Φερτάκ.
τουκειναρού
[tucinaˈru]
Τελμ.
τουκουνιών
[tukuˈɲon]
Γούρδ.
τουκουνιαρούν
[tukuɲaˈrun]
Σεμέντρ.
τουκουνιαρού
[tukuɲaˈru]
Σίλατ.
τϋκϋναρού
[tycynaˈru]
Τελμ.
τϋκϋναδιού
[tycynaˈðʝu]
Τελμ.
τϋκϋνιαρού
[tycyɲaˈru]
Φερτάκ.
Από την αρχ. δεικτ. αντων. ἐκεῖνος. Οι τύπ. 'κείν' και 'τσείνη από τον νεότ. τύπ. 'κεῖνος (πβ. και αρχ. κεῖνος). Ο τύπ. εκεινό ήδη μεταγν. ή μεσν. Οι οξύτονοι τύπ. αναλογ. κατά τα αυτός-ετό-ιτό. Οι τύπ. τ- πιθ. από την συνεκφορά με τύπ. προθέσεων που έληγαν σε [t], π.χ. μετ' του μετά. Ακολούθησε επανανάλυση του αρκτ. πια [t] ως τύπου του άρθρ., με αποτέλεσμα να προκύψουν τύποι όπως ο σχεδόν πανκαππαδοκικός τοκεινόν ή, στην περίπτωση της γενικής, τουκειουνού. Στο πλαίσιο αυτό προέκυψαν και τύποι γεν. πλ. όπως τουνεκεινιών και τ'νεεκεινιώ. Αμφίβολη η αναγωγή από τον Dawkins (1916: 125) των τύπων με του- από τον συνδυασμό των αντωνυμιών τούτος και εκείνος. Για την επίσης αμφίβολη άμεση συσχέτιση του αρκτ. [t] με το οριστ. άρθρ., βλ. Κωστάκης (1968: 74), Αναστασιάδης (1976: 147-149).
1. Ως επίθ., αντωνυμία που δηλώνει μακρινή δείξη
ό.π.τ.
:
Εκείνο το γιριά έρριψε το μωρό μας ασ' τα χέρια τ’ κάτω
(Εκείνη η γριά έρριξε το μωρό μας απ' τα χέρια της κάτω)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ντώσ' μι λίου εκεινά ντου χαdζ̑άτ'
(Δώσ' μου λίγο εκείνο το εργαλείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έφάγανε αdζ̑είνο τις λίρες του σωρέψανε
(Ξόδεψαν εκείνες τις λίρες που είχαν μαζέψει)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντεχά, έν' ατσ̑εινέ το ρουσ̑ί
(Να, είν' εκείνο το βουνό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ατσ̑είνο του έλειψαν 'σ' τη σουρού τα 'ίδε τσ̑αι τα τ͑ακ͑άδες, τρώνκ͑εν τα αν κ͑όρι λύκος
(Εκείνα τα γίδια και τα τραγιά που έφυγαν απ' το κοπάδι τα έτρωγε ένας τυφλός λύκος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πούρε 'ναι εκείνο άρωπος;
(Πού είναι εκείνος ο άνθρωπος;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τικεινάς Σάββας πολύ τσ̑ικίνης, γερασμένους ε
(Εκείνος ο Σάββας πολύ άσχημος, γερασμένος είναι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Και λέχ' το φίθ': «Να σε κεντήσω»· κι εκείνο άθρωπος λέχ': «Να με κενdήεις για; Ας πάμε ας ντανισ̑τούμε ιγκεινά το ιρμάχ'»
(Και λέει το φίδι: "Θα σε τσιμπήσω"· κι εκείνος ο άνθρωπος λέει: «Στ' αλήθεια θα με τσιμπήσεις; Ας πάμε να συμβουλευτούμε εκείνο το ποτάμι»)
Φλογ.
-Dawk.
Άμε, ατζ̑εινά ντο νομάτη δώσ' τα, σκότα τα
(Πήγαινε, χτύπα εκείνον τον άνθρωπο, σκότωσ' τον)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
εδεκείνος
2. Ως ουσ., αντωνυμία που δηλώνει μακρινή δείξη
:
Τσάπους ήμουν σα πεθερικά μου 'ενόμουν ένα μετ’ ετσ̑είνους
(Καθώς ήμουν στα πεθερικά μου, έγινα ένα, ενώθηκα με εκείνους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Εκεινά ργαδα τ' με ντου ρανάς, ντιάβλους 'νι
(Εκείνον στις δουλειές του μην τον βλέπεις, είναι διάβολος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε χρειαζιάδι εκείνου να δα ξέρ'
(Δεν χρειάζεται εκείνος να τα ξέρει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πή’ιν ατσ̑είνους, δώτσ̑ιν ντα το νερό η ’ναίκα
(Πήγε εκείνη, έδωσε νερό στη γυναίκα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ετό το σπίτ' κι άλλο ψελό 'ναι απ' εκείνο
(Αυτό το σπίτι είναι ψηλότερο από εκείνο )
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχω τρεις ντομάντες να πάρου ένα μεχτούπι σου· οπ’ κείνο και μόνου πολύ μερακλάντσισα
(Έχω τρεις βδομάδες να λάβω γράμμα σου· γι’ αυτό και μόνο πολύ στενοχωρέθηκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Χώρ'ς εκείνο πήγα
(Χωρίς εκείνον πήγα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ρύκ͑' πολύ βαθικό ένα τόπους· ιτούτα βούλα λαχτά τα σ' ικείνου μέσα
(Σκάβει ένα πολύ βαθύ μέρος· όλα αυτά τα ρίχνει μέσα σ' εκείνο)
Μαλακ.
-Dawk.
Ετό "πού να πάτ" τεγί ρώτ'σεν τα, κ' ικείνα «Να πάμ' να εύρουμε θεού νάκρα» 'παν
(Αυτός τους ρώτησε "Πού θα πάτε;", κι εκείνα είπαν "Θα πάμε να βρούμε την άκρη του κόσμου»)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Οντάποιο του βουτά το χέριν σο κρεχένι, 'πέσου πέσ̑', αdζ̑είνος ένι του 'α με δώσει σα χέρε
(Όποιου το χέρι με το οποίο βουτά στο πιάτο, πέσει μέσα (στο υγρό του πιάτου), εκείνος θα με παραδώσει (στων κακών) τα χέρια = Ματθ. 26.23 Ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει)
Φάρασ.
-Lag.
Κι αλλ' μέγας 'ναι οπ' τουν κειτινό
(Είναι μεγαλύτερος από εκείνον)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εκείνο κρούισ̑κε το φσ̑άχι̂ τ'
(Εκείνη χτυπούσε το παιδί της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ατζ̑είν’ dότε παίρουν τα, φερείνουν τα σο χωρίο μας ‘γνέντα
(Εκείνοι τότε τον παίρνουν και τον φέρνουν απέναντι από το χωριό μας)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ389
Εκεινό έπε
(Εκείνος είπε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τούτους είνι οπ' κειτινό καλός
(Αυτός είναι καλύτερος από εκείνον)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κοντά στην Πεντάμορφη ικείν' ήσαν ποτζαλιές
(Πλάι στην Πεντάμορφη, εκείνα τα κορίτσια ήταν σαν σκουπίδια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ικείνο άνοιγνεν θύρα
(Εκείνος άνοιγε την πόρτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Εκείνο ήταν
(Εκείνο ήταν˙ Αυτό ήταν, για την αναφορά σε κάποιο συμβάν ιδιαίτερα αποφασιστικό, που αποτέλεσε καταλύτη εξελίξεων)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Τον από πουγιούρτσαν ντα, πουγιούρτσε πάλι ατσ̑είνος το βράδιν ντου
(Την αλεπού διάταξαν, διάταξε πάλι κι εκείνη την ουρά της˙ Για εκείνους που, όταν τους αναθέτουν κάτι, δεν το κάνουν αλλά μεταθέτουν την ευθύνη της πραγματοποίησης σε κάποιον κατώτερο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ντιλκίς έντωκαν ντο ένα έμρι κι εκείνο έντωκεν ντο σο γουιρούχι̂ τ'
(Στην αλεπού έδωσαν μιά διαταγή κι εκείνη την έδωσε στην ουρά της˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Έχω στο δισακκίτσι μου μαυρόλαβο μαχαίρι
Εκείνο ‘μένα κόφτει με και ‘κείνο με με σφάζει (Έχω στο δισάκκι μου μαυρομάνικο μαχαίρι
Εκείνο με κόβει, εκείνο με σφάζει) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Σουγρόπουλος εφύτρωσε, τ' ανδρειωμένους τρώγει τα
τζην ανδριά μου την λύνετε, κι εκείνου δεν την λύτε (Ένας δράκος ξεφύτρωσε και τρώει τους ανδρειωμένουςτην αντρεία μου την καταλύετε, εκείνου δεν την καταλύετε) Τελμ. -Lag. Συνών. εδεκείνος, εκεί, εκειά, ντεχά
Εκείνο ‘μένα κόφτει με και ‘κείνο με με σφάζει (Έχω στο δισάκκι μου μαυρομάνικο μαχαίρι
Εκείνο με κόβει, εκείνο με σφάζει) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Σουγρόπουλος εφύτρωσε, τ' ανδρειωμένους τρώγει τα
τζην ανδριά μου την λύνετε, κι εκείνου δεν την λύτε (Ένας δράκος ξεφύτρωσε και τρώει τους ανδρειωμένουςτην αντρεία μου την καταλύετε, εκείνου δεν την καταλύετε) Τελμ. -Lag. Συνών. εδεκείνος, εκεί, εκειά, ντεχά
β.
Σε γεν. πτώση καθώς και οι τύποι με τ-, χρησιμοποιείται ως εμφατική κτητ. αντων.
:
Ετιά τουκειούν’ ούνdαι
(Αυτά δικά του είναι
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τουκουνιαρού 'νdαι
(Δικά του είναι
)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Να πάρει χαρκές τοτσ̑εινού το θελυκό
(Να πάρει ο καθένας το δικό του θηλυκό
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ιτό εκεινιαρώ 'ναι
(Αυτό δικό του είναι
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ιτσ̑ά εκεινιαρώ 'νdαι
(Αυτά δικά τους είναι
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Είχαν ένα σκυλί κοντά τ'νε και ξέβαλαν τουκουνιαρού τα μάτια
(Ήταν ένα σκυλί μαζί τους και έβγαλαν εκείνου τα μάτια
)
Σίλατ.
-Dawk.
Τεκεινιαρώ ντ' όργου 'νι
(Εκείνων είναι η δουλειά
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το μόνα ναίκα μι τεκεινιού ναίκα τσ̑όαν αϊλφού φσ̑άχα
(Η γυναίκα μου με τη γυναίκα εκείνου ήταν ξαδέρφια
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αν είναι και νουνάς το σπίτ' κοντά φουρκαλεί τικεινιού το θυραμιό
(Αν είναι κοντά και το σπίτι της νουνάς, σκουπίζει και εκείνης το προαύλιο
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τα πράματα τικείνου τα πήριν
(Τα πράγματα εκείνου τα πήρε
)
Μαλακ.
-Dawk.
Τουτσ̑είνου το χωράφι ένασιν ο Πετρής
(Ο Πέτρος όργωσε εκεινού το χωράφι
)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Aζ νεεκεινιώ τα τ͑ύρες ομπρό πέρασα
(Aπό εκεινών τις πόρτες μπροστά πέρασα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Mέγα αλεφρού τα παρά εξιλτζ̑ήσασ̑ι, κειτινών τα παρά καζαντζ̑ήσασ̑ι πολ̑ύ
(Tα χρήματα του μεγάλου αδερφού μειώθηκαν, ενώ εκείνων αυξήθηκαν πολύ
)
Σίλ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Τα 'μάν είν' γκαρύδε, κροτάνε· τουνετσ̑εινώ είν' σταφίδες, κοάνε, σάσιν τζ̑ο 'χουν
(Τα δικά μου είναι καρύδια, βροντάνε· εκείνων είναι σταφίδες, κολλάνε, φωνή δεν έχουν
˙
Το έλεγε με παράπονο κάποιος που συνεχώς κατηογρούταν μόνο αυτός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Ο άλλος
Σίλ.
:
Κειτινές κούτσικες
(Και οι άλλες μικρές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.