εκμέκ
(ουσ. ουδ.)
εκμέκ
[ekˈmek]
Μαλακ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
ακμιάκ
[akˈmjak]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ekmek = ψωμί, όπου και διαλεκτ. τύπ. akmak.