ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψωμί (ουσ. ουδ.) ψωμί [psoˈmi] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. Πληθ. ψωμία [psoˈmia] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. ψωμίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψωμός = μπουκιά ψωμί.
1. Ψωμί ό.π.τ. : Ψωμί κ'θαρίτ'κο (Κριθαρένιο ψωμί) Ανακ. -Cost. Γενν'μάτ' ψωμί (Ψωμί από στάρι, σταρένιο ψωμί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πιλιαρού ψωμί (Ψωμί σίκαλης) Μισθ. -Κοτσαν. Πήγεν ντζ̑ινgιάνος να κρέψ̑' ψωμί (Πήγε ένας τσιγγάνος να ζητήσει ψωμί) Αξ. -Dawk. Έφαγαν του φσ̑αχού το ψωμί (Έφαγαν του παιδιού το ψωμί) Φάρασ. -Dawk. Μ' εκείν' την ζέστα ψωμί τρώισκαν, αβγά (Με 'κείνη την ζέστη (στο χωράφι που δούλευαν το καλοκαίρι) έτρωγαν ψωμί, αβγά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Χερίφος έκοψε ένα ντιλίμ' ψωμί κι έντωκεν ντο σο καμήλ' (Ο άνθρωπος έκοψε ένα κομμάτι ψωμί κι το έδωσε στο καμηλάκι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ήβ'ρι μας ένα τσ̑ουβάλι ψωμί (Μας έφερε ένα τσουβάλι ψωμί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ατό το ψωμί είναι σημερ'νός τσ̑αι τα φαΐ χτεζ'νός (Αυτό το ψωμί είναι σημερινό και το φαΐ χθεσινό) Αφσάρ. -Αναστασ. Κόλλαναν 'ντετσ̑ού ντα ψωμιά, ψηνιόδαν τσι βγάλλιξαν, τρώιξαν ψωμί (Φούρνιζαν εκεί πέρα τα ψωμιά, ψήνονταν και έβγαζαν, τρώγανε ψωμί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'γώ σε ποίσου ντολάν-ντολάν, σε ποίσου ισλί, σε ζυμώσου ψωμί (Εγώ θα φτιάξω σαραγλί, θα φτιάξω ισλί, θα ζυμώσω ψωμί) Σίλ. -Παπαδ. Πεινάσ̑μενό 'μαι, άεσ’ με λί'ο ψωμί (Πεινασμένος είμαι, άφησέ μου λίγο ψωμί) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Σκαφιριού ψωμί γαρdάς̑ (Αδερφός από ψωμί της (ίδιας) σκάφης˙ Ομομήτριος αδερφός) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χεού το ψωμί (Θεού το ψωμί˙ μολόχα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Γιαγλού ψωμί (Λιπαρό ψωμί˙ Ψωμί ζυμωμένο με λίπος που καταναλώνεται το Πάσχα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κατζινό ψωμί (Καθαρό ψωμί˙ Λευκό ψωμί) Τελμ. -Καρολ. Το ψωμί τ' ψημένο 'ναι (Το ψωμί του είναι ψημένο˙ Είναι εξασφαλισμένος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το ψωμί ένι του μέγα, το νερό του μίτσικκο (Το ψωμί είναι μεγάλου, το νερό του μικρού˙ Ξεκινούσαν να τρώνε πρώτα οι μεγαλοι, ενώ έπιναν πρώτα τα μικρά παιδιά επειδή δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τη δίψα τους) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Παροιμ. Ντάμα έφαγαμ' άλας και ψωμί (Μαζί φάγαμε αλάτι και ψωμί˙ Συνδεόμαστε με μακρόχρονη φιλία) Αξ., Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Ηύρες ξερό ψωμί, γκρεύεις το και σ̑υλωμένο (Βρήκες ξερό ψωμί, το θέλεις και βρεμένο˙ Για εκείνους που δεν αρκούνται σε αυτό που τους δίνουν και ζητούν περισσότερα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αν κάμ' Απρίλης δυο βροχές και Μάης άλλη μία, θα 'ν' το ψωμί σου ψιφορά και το κρασί σου νάμα (Αν κάνει ο Απρίλης δυο βροχές κι ο Μάης άλλη μία, το ψωμί σου προσφορά και το κρασί σου νάμα˙ Οι κατάλληλες βροχές του Απριλίου και του Μα ΐου ωφελούν τα σιτηρά και με αποτέλεσμα να είναι πολύ καλής ποιότητας τα πρόσφορα της εκκλησίας και το κρασί για το νάμα) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Ντου ψωμί σ' μη bελεΐσ' τσ̑ι ντου φαΐ σ' μη μπελεΐσ',
τσ̑όγουμι περ'σσό ογώ, χάγα άλλο
(Να μη λογαριάζεις το ψωμί σου, να μη λογαριάζεις το φαΐ σου,
είμαι περιττή εγώ, χάθηκα πια
(επειδή παντρεύομαι και πάω στο σπίτι του συζύγου μου))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Μάνα μου, ψήσε μας ψωμιά, μάνα μου παξιμάδια!
εμέ και τους οχτ' αδερφούς στον πόλεμο καλούν μας
Φερτάκ. -Αλεκτ.
Του ψωμί μου σ' τ͑ανdούρι 'ναι, ζουμάρι μου στσ̑η σκάφη 'ναι (Το ψωμί μου είναι στον φούρνο, το ζυμάρι μου είναι στην σκάφη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. σεπέ
β. Στον πληθ., φύλλα ζύμης ψημένα σε πυρωμένη κυρτή μετάλλινη πλάκα Φάρασ.
2. Γεινικότ., φαγητό Αξ., Ουλαγ., Φκόσ., Φλογ. : Χαζι̂ρλάτ'σεν το ψωμί μας κι ας φάμ' (Ετοίμασε το φαγητό μας και ας φάμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κόνω το ψωμί μας κι ας φάμ' (Άδειασε το φαγητό στα πιάτα και ας φάμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εκού ντο σαάτ ντο πατισάχ τρώισ̑κε ψωμί (Εκείνη την ώρα ο βασιλιάς έτρωγε φαγητό, γευμάτιζε) Ουλαγ. -Μαυροχ. Έλα να φας ψωμί (Έλα να φας φαΐ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Βγάλου ντου ψωμί μ' (Βγάζω το ψωμί μου˙ Κερδίζω τα προς το ζην) Μισθ. -Κοτσαν. Βγάλ' το ψωμί μ' (Βγάζει το ψωμί μου˙ Κερδίζει τα προς το ζην) Ανακ. -Cost. Συνών. γατίχι, ζουμί :3, μάντζα, φάγημα, ψωμί :2
3. Επιμνημόσυνο δείπνο Μισθ., Φλογ. : Έλα στου ψωμί (Έλα στο επιμνημόσυνο δείπνο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μοίραζαν σο σπίτι μέγα ψωμί (Παρέθεταν μεγάλο επιμνημόσυνο δείπνο στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. τραπέζι, Πβ. χρόνισμα