ψωμιάζω
(ρ.)
ψωμιάζω
[psoˈmɲazo]
Αξ.
Από το ουσ. ψωμί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Για την σημ. πβ. το αρχ. ψωμίζω = ταΐζω βάζοντας μικρές μπουκιές στο στόμα (αρχ. ψωμίον = μπουκιά ψωμί).
Λεπτολογώ
:
Ατό το μεσελέ με το ψωμιάζ̑εις
(Αυτή την υπόθεση μην την λεπτολογείς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.