ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψωμιάζω (ρ.) ψωμιάζω [psoˈmɲazo] Αξ. Από το ουσ. ψωμί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Για την σημ. πβ. το αρχ. ψωμίζω = ταΐζω βάζοντας μικρές μπουκιές στο στόμα (αρχ. ψωμίον = μπουκιά ψωμί).
Λεπτολογώ : Ατό το μεσελέ με το ψωμιάζ̑εις (Αυτή την υπόθεση μην την λεπτολογείς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.