ψωριασμένος
(επίθ.)
ψωριασμένο
[psorʝaˈzmeno]
Φλογ.
Από την μτχ. ψωριασμένος του νεότ. ρ. ψωριάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. ψωριάω-ῶ = έχω ψώρα ή φαγούρα.
Πειναλέος, αδύνατος