ζαΐφης
(επίθ.)
ζαΐφης
[zaˈifis]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
Ουδ.
ζαΐφι
[zaˈifi]
Φάρασ.
ζαΐφ'
[zaˈif]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. ζαΐφης = α) αδιάθετος β) αρρωστιάρης (Mackridge 2021: 74, 113), το οπ. από το τουρκ. επίθ. zayıf = αδύνατος.
Αδύνατος, καχεκτικός
ό.π.τ.
:
Ζαΐφ' ναίκα πήρις
(Αδύναμη γυναίκα πήρες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πολύ ζαΐφ' 'ναι
(Είναι πολύ αδύνατος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αχαμνός :2, Αντίθ
αδρός :1, βορδώνι :2, γαπάς :1, γκαλίν, σισμάν
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025