ζαγιάτι
(ουσ. ουδ.)
ζαγιάτι
[zaˈʝati]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. zayiat = απώλεια, ιδίως σε μάχη.
Απώλεια
Συνών.
αλντούρντημα, ζάγι :1, χάνημα, χάσιμο