ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαμάνι (ουσ. ουδ.) ζαμάνι [zaˈmani] Καππ., Φάρασ., Φκόσ. ζαμάν' [zaˈman] Αφσάρ., Καππ., Φάρασ. ζαμάνιν [zaˈmanin] Σίλ. ζεμάνι [zeˈmani] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. zaman = χρονική περίοδος, περίσταση.
1. Χρονική περίοδος, περίοδος ό.π.τ. : Ένα σ̑αβάρ τσ̑' ένα ζαμάν' (Μια φορά και έναν καιρό ) Μισθ. -Κοτσαν. Σο παλό σο ζαμάν' ήτουν αν πατισ̑άχος (Τον παλιό τον καιρό ήταν ένας βασιλιάς) Αφσάρ. -Dawk. Οι ναίdζ̑ες σα μπρον το ζαμάνι τούρτσ̑ικα τζ̑ο κατζ̑εύκανε, μο βαρασώτικα (Οι γυναίκες τον παλιό καιρό δεν μιλάγανε τούρκικα, μόνο φαρασιώτικα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. ’ρώ στα ζεμάνια να γαζανdζ̑ήσεις πολύ ζόρι ’ναι (Στον τωρινό καιρό είναι πολύ δύσκολο να κερδίσεις λεφτά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 Ένα ζαμάν και ένα βακίτ κείσαν τρία αγέλφια (Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέλφια) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Φρ. Χιτσ̑ ζαμάν (Κανέναν καιρό˙ ποτέ) Φάρασ. -Dawk. Συνών. καιρός :2, ταρός :2
2. Ως επίρρ., κάποτε, παλιά Μισθ., Σίλ. : Ζαμάνιν ντου είρα του τση στράτα (Κάποτε τον είδα στο δρόμο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ζαμάν' είχαν είκουσ̑' χτηνά, είχα τσ̑ι δεκαπένdι μουσκάρια (Παλιά είχαν είκοσι αγελάδες, είχα και δεκαπέντε μοσχάρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αρχή :2, εβελντέν, μπάζου :1