ζαμάνι
(ουσ. ουδ.)
ζαμάνι
[zaˈmani]
Καππ., Φάρασ., Φκόσ.
ζαμάν'
[zaˈman]
Αφσάρ., Καππ., Φάρασ.
ζαμάνιν
[zaˈmanin]
Σίλ.
ζεμάνι
[zeˈmani]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. zaman = χρονική περίοδος, περίσταση.
1. Χρονική περίοδος, περίοδος
ό.π.τ.
:
Ένα σ̑αβάρ τσ̑' ένα ζαμάν'
(Μια φορά και έναν καιρό )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σο παλό σο ζαμάν' ήτουν αν πατισ̑άχος
(Τον παλιό τον καιρό ήταν ένας βασιλιάς)
Αφσάρ.
-Dawk.
Οι ναίdζ̑ες σα μπρον το ζαμάνι τούρτσ̑ικα τζ̑ο κατζ̑εύκανε, μο βαρασώτικα
(Οι γυναίκες τον παλιό καιρό δεν μιλάγανε τούρκικα, μόνο φαρασιώτικα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
’ρώ στα ζεμάνια να γαζανdζ̑ήσεις πολύ ζόρι ’ναι
(Στον τωρινό καιρό είναι πολύ δύσκολο να κερδίσεις λεφτά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Ένα ζαμάν και ένα βακίτ κείσαν τρία αγέλφια
(Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέλφια)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Χιτσ̑ ζαμάν
(Κανέναν καιρό˙ ποτέ)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
καιρός :2, ταρός :2
2. Ως επίρρ., κάποτε, παλιά
Μισθ., Σίλ.
:
Ζαμάνιν ντου είρα του τση στράτα
(Κάποτε τον είδα στο δρόμο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ζαμάν' είχαν είκουσ̑' χτηνά, είχα τσ̑ι δεκαπένdι μουσκάρια
(Παλιά είχαν είκοσι αγελάδες, είχα και δεκαπέντε μοσχάρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αρχή :2, εβελντέν, μπάζου :1