αρχή
(ουσ. θηλ.)
αρχή
[arˈçi]
Γούρδ., Σινασσ.
αρσ̑ή
[arˈʃi]
Ανακ., Σίλατ., Σίλ.
Γεν.
αρσ̑ής
[arˈʃi]
Ανακ.
Αιτ.
αρχήν
[arˈxin]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
αρσ̑ήν
[arˈʃin]
Σίλατ.
αχρήν
[aˈxrin]
Μισθ.
ταχρήν
[taˈxrin]
Μισθ.
αϊρχήν
[airˈçin]
Μισθ.
αϊχρήν
[aiˈxrin]
Μισθ.
αϊχρέν
[aiˈxren]
Μισθ.
αρήν
[aˈrin]
Μισθ.
αϊρήν
[aiˈrin]
Μισθ., Τσαρικ.
αϊρέν
[aiˈren]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. ἀρχή. Οι τύπ. -χρ- με μετάθ. υγρού. Ο τύπ. ταχρήν λόγω συνεκφ. με το άρθρ. (πβ. ουρά, ράχη, ρίζα) αλλά πβ. και την αρχ. φρ. τὴν ἀρχήν = αρχικά. Για τις σημ. 2 και 3 πβ. την επιρρηματ. χρήση του αρχ. ἀρχήν = αρχικά, αιτ. του ουσ. ἀρχή. Η επιρρηματ. σημ. με αναδίπλωση αρχήν-αρχήν ήδη μεσν. Η γεν. απολύτως με την επιρρ. σημ. ‘στην αρχή, αρχικά, πρώτα πρώτα’ ήδη νεότ. (Λεξ. Κριαρ., λ. ἀρχή).
1. Χρονική ή τοπική αφετηρία, έναρξη
Ανακ., Σίλατ.
:
|| Ασμ.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
(Αρχιμηνιά κια αρχιχρονιά κι αρχή του Ιανουαρίου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Ως επίρρ., παλιά, τον παλιό καιρό
Σίλ.
:
Ήτου αρσ̑ή εις πατισ̑άχης
(Ήταν παλιά ένας βασιλιάς)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
εβελντέν, ζαμάνι
3. Ως επίρρ., κατ' αιτιατ., στην αρχή, αρχικά, πρώτα-πρώτα, μόν. σε άσμ.
Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
:
|| Ασμ.
Αρχήν τα κάλανδα κι αρχήν τα Φώτα
(Πρώτα είναι τα κάλαντα και πρώτα είναι τα Φώτα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Αρχήν αρχήν τα κάλανdα, αρχήν αρχήν τα Φώτα
(Πρώτα πρώτα τα κάλαντα, πρώτα πρώτα τα Φώτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αϊρχήν αϊρήν ντάι κάλανdρα, αϊρήν αϊρέν ντα Φώτα
(Πρώτα πρώτα τα κάλαντα, πρώτα πρώτα τα Φώτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αρχήν αρχήν τα κάλανdα κι αρχήν στο χρόνο
(Πρώτα πρώτα τα κάλαντα, πρώτα στον (καινούργιο) χρόνο)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-CD
Αρσ̑ήν αρσ̑ήν ντα-ι-κάλανdα, αρσ̑ήν αρσ̑ήν ντα-ι-χρόνια
(Πρώτα πρώτα τα κάλαντα, πρώτα πρώτα οι (καινούργιες) χρονιές)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.
Συνών.
εμπρός, ίπτε, ιπτενού, σιφτάχι