ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασαράντιστος (επίθ.) ασαράνdζ̑ιστο [asaˈranʤisto] Αραβαν. ασεράνdιστο [aseˈrandisto] Ποτάμ. 'σεράνdιστο [seˈrandisto] Φάρασ. 'σεράνdεστο [seˈrandesto] Φάρασ. Από το στερητ. πρόθμ. α- , το ρ. σαραντίζω (θ. αορ. σαραντισ-) και το παραγωγ. επίθμ. -τος.
Για λεχώνα που δεν έχει συμπληρώσει σαράντα μέρες από τον τοκετό ό.π.τ. : Δυό νυφάδες 'σεράνdεστα νάρτουνε ση στράτα 'πενενdάβου (Αν συναντηθούν στον δρόμο, αν έρθουν αντικρυστά, δύο λεχώνες ασαράντιστες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ασεράνdωτο ναίκα (Ασαράντιστη λεχώνα) Μισθ. -Μακρ. Συνών. ασαράντωτος