ασίκης
(ουσ. αρσ.)
ασ̑ι̂́κης
[aˈʃɯkis]
Αραβαν.
ασίκης
[aˈsicis]
Μισθ.
ασ̑ι̂́κ'
[aˈʃɯk]
Αξ.
ασ̑ίχος
[aˈʃixos]
Φάρασ.
ασ̑-σ̑ίχος
[aʃˈʃixos]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. aşık =α) εραστής β) λαϊκός ποιητής, όπου και διαλεκτ. τύπ, aşıh. Πβ. νεότ. ουσ. ἀσίκης = εραστής (Mackridge 2021: 63).
1. Αυτός που έχει λεπτό και γεροδεμένο σώμα
Μισθ.
2. Λαϊκός ποιητής ή τραγουδιστής
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
:
Τραγωρά όντενε μπει σον τέντζερε, ασ̑ι̂́κης 'ναι μ'; Τσ̑ις έν' ντεν το ξεύρω
(Τραγουδάει όταν μπει στον τέντζερη, τραγουδιστής είναι; Ποιος είναι δεν το ξέρω˙ Το σαλιγκάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.