ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασιλατίζω (ρ.) ασ̑ιλατίζω [aʃilaˈtizo] Φάρασ. ασ̑ιλατίζου [aʃilaˈtizu] Φάρασ. ασ̑'λατίζου [aʃlaˈtizu] Μαλακ. ασ̑'λαΐζου [aʃlaˈizu] Μισθ. ασ̑ιλατώ [aʃilaˈto] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. aşılamak (αόρ. aşıladı) = α) εμβολιάζω άνθρωπο β) μπολιάζω φυτό γ) μολύνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. Πόντ. ασ̑λαεύω (ΙΛΝΕ).
Μπολιάζω ό.π.τ. Συνών. μπουντατίζω