ασιρμάς
(ουσ. αρσ.)
ασ̑ιρμά
[aʃirˈma]
Αραβαν., Μισθ.
Πληθ.
ασ̑ιρμάια
[aʃirˈmaia]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. aşırma = α) μεταφερόμενος β) κλεμμένος γ) δοκάρι στέγης δ) ως διαλεκτ. σημ., περιδέραιο ε) ως διαλεκτ. σημ., μπακιρένιος κουβάς, μικρό καζάνι, στ) ως διαλεκτ. σημ., τιράντες. Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Καραποτόσογλου (2003: 191-192) από το αρχ. ουσ. σύρμα.
2. Χρυσό ή ασημένιο κόσμημα λαιμού
Μισθ.
:
'τουν παίνιξαμ' σου χόρους φόρουναμ' ντ’ ασημιώνας ντ’ ασ̑ιρμάια
(Όταν πηγαίναμε στον χορό φορούσαμε τα ασημένια περιδέραια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αφήκιν αμανάτ' ντ' ασ̑ιρμά τ'
(Άφησε ενέχυρο το περιδέραιό της)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
γκερντανίχι, σοχάχι
3. Τιράντα
Μισθ.