ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασιρμάς (ουσ. αρσ.) ασ̑ιρμά [aʃirˈma] Αραβαν., Μισθ. Πληθ. ασ̑ιρμάια [aʃirˈmaia] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. aşırma = α) μεταφερόμενος β) κλεμμένος γ) δοκάρι στέγης δ) ως διαλεκτ. σημ., περιδέραιο ε) ως διαλεκτ. σημ., μπακιρένιος κουβάς, μικρό καζάνι, στ) ως διαλεκτ. σημ., τιράντες. Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Καραποτόσογλου (2003: 191-192) από το αρχ. ουσ. σύρμα.
1. Κουβάς του πηγαδιού Αραβαν. Συνών. κουβάς :1, χαλκί
2. Χρυσό ή ασημένιο κόσμημα λαιμού Μισθ. : 'τουν παίνιξαμ' σου χόρους φόρουναμ' ντ’ ασημιώνας ντ’ ασ̑ιρμάια (Όταν πηγαίναμε στον χορό φορούσαμε τα ασημένια περιδέραια) Μισθ. -Κοτσαν. Αφήκιν αμανάτ' ντ' ασ̑ιρμά τ' (Άφησε ενέχυρο το περιδέραιό της) Μισθ. -Κοτσαν. Πβ. γκερντανίχι, σοχάχι
3. Τιράντα Μισθ.