ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκέλισμα (ουσ. ουδ.) ασκέλισμα [aˈscelizma] Σινασσ. 'σ̑κέλισμα [ˈʃcelizma] Αξ. 'σ̑ίλισμα [ˈʃilizma] Φλογ. ασκέλημα [aˈscelima] Μισθ. σκέλιασμα [ˈsceʎazma] Τελμ. Από το νεότ. ουσ. διασκέλισμα (Λεξ. Σομ.) με αποκοπή της πρόθ. αναλογ. προς το ρ. διασκελίζω, όπου και τύπ. σκελώ, ασκελώ. Ο τύπ. σκέλιασμα μόνο σε άσμ., παρεφθαρμένος αναλογ. προς το αμαρ. ρ. σκελιάζω.
1. Βήμα Αξ., Μισθ. : Μποίκι πένdι ασκελήμαδα οπίσ' (Κάνε πέντε βήματα πίσω) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ασκέλα
2. To βήμα ως μονάδα μήκους Αξ., Φλογ. : Σεράνdα 'σ̑κελίσματα ούτσ̑α και σεράνdα 'σ̑κελίσματα ούτσ̑α σ̑άν'νε ένα στάμα (Σαράντα δρασκελιές έτσι (οριζόντια) και σαράντα δρασκελιές έτσι (κάθετα) κάνουν ένα στρέμμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ασκελήμι, ασκελημιά