ασκέλισμα
(ουσ. ουδ.)
ασκέλισμα
[aˈscelizma]
Σινασσ.
'σ̑κέλισμα
[ˈʃcelizma]
Αξ.
'σ̑ίλισμα
[ˈʃilizma]
Φλογ.
ασκέλημα
[aˈscelima]
Μισθ.
σκέλιασμα
[ˈsceʎazma]
Τελμ.
Από το νεότ. ουσ. διασκέλισμα (Λεξ. Σομ.) με αποκοπή της πρόθ. αναλογ. προς το ρ. διασκελίζω, όπου και τύπ. σκελώ, ασκελώ. Ο τύπ. σκέλιασμα μόνο σε άσμ., παρεφθαρμένος αναλογ. προς το αμαρ. ρ. σκελιάζω.
1. Βήμα
Αξ., Μισθ.
:
Μποίκι πένdι ασκελήμαδα οπίσ'
(Κάνε πέντε βήματα πίσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ασκέλα
2. To βήμα ως μονάδα μήκους
Αξ., Φλογ.
:
Σεράνdα 'σ̑κελίσματα ούτσ̑α και σεράνdα 'σ̑κελίσματα ούτσ̑α σ̑άν'νε ένα στάμα
(Σαράντα δρασκελιές έτσι (οριζόντια) και σαράντα δρασκελιές έτσι (κάθετα) κάνουν ένα στρέμμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ασκελήμι, ασκελημιά