ασκέρι
(ουσ. ουδ.)
ασκέρι
[asˈceri]
Αραβαν., Ποτάμ., Φάρασ.
ασκέρ'
[asˈcer]
Αραβαν., Φάρασ., Φλογ.
αστσ̑έρι
[asˈtʃeri]
Φάρασ.
α̈σκα̈́ρι
[æˈscæri]
Αφσάρ.
α̈σκέρ'
[æˈscer]
Μαλακ.
ασκιάρ'
[asˈcar]
Αξ.
εσ̑κέρι
[eˈʃceri]
Σατ., Τσουχούρ.
Πληθ.
ασκέρια
[aˈscerʝa]
κ.α., Σίλατ.
εσκέρια
[eˈskerʝa]
Ουλαγ.
Από μεσν. ουσ. ἀσκέρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. asker = α) στρατιώτης β) στρατός γ) πλήθος κόσμου, όπου και διαλεκτ. τύπ. esker.
1. Στρατός, στρατιωτικό τμήμα
ό.π.τ.
:
Την τάδεν ημέρα να βγώ και εγώ σο γιαζί με το ασκέρι μου, να το χορτάσ̑εις
(Την τάδε ημέρα θα βγω κι εγώ στην εξοχή μαζί με το στρατό μου, να τον χορτάσεις)
Ποτάμ.
-Dawk.
Τότε πατισάχος σάλσε ένα πολύ ασκέρ', να σκοτώσουν τα σαράνdα κλέφτε
(Τότε ο βασιλιάς έστειλε ένα μεγάλο στρατιωτικό τμήμα να σκοτώσει τους σαράντα κλέφτες)
Γούρδ.
-Dawk.
Πίταξε ασκέρι να πι-έσουν τις Κούρτοι τζαι να τα κονdήσουν 'πέσου
(Έστειλε στρατό να πιάσουν τους Κούρδους και να τους ρίξουν στην φυλακή)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Ατλής χαχτσ̑ήρη ντουσ̑μανιού το ασκέρ' ας 'πέσω
(Ο καβαλάρης μπήκε μέσα στον εχθρικό στρατό)
Αραβαν.
-Αναστασ.
Βαβά μου σκότωσάν το 'ς ασκιάρ', 'ς αμελέ ταμπουρού
(Τον πατέρα μου τον σκότωσαν στο στρατό, στα τάγματα εργασίας)
Αξ.
-Παυλίδ.
Ατσ̑εί σο μελμεκ͑έτι τα φσ̑όκκα παραδών’καν ντα μιτσίκα, δεκαέξι, δεκαεφτά χρονώ, να μουν ντα πάρουν οι Τούρτσ̑οι ’ς εσ̑κέρι
(Εκεί στην πατρίδα τα αγόρια παντρεύονταν μικρά δεκαέξι δεκαεπτά χρονών για να μην τα πάρουν οι Τούρκοι στον στρατό)
Τσουχούρ.
-VLACH
2. Συνήθως στον πληθ., στρατιώτης
ό.π.τ.
:
Nα με ντέκεις εσκέρια
(Να μου δώσεις στρατιώτες)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έβσαξιν βούλα τ’ α̈σκέρια τ'· άφηκιν ένα μανάχου
(Έσφαξε όλους τους στρατιώτες του· άφησε μόνο έναν)
Μαλακ.
-Dawk.
Ετά τα μαϊμούνια είπαν γκι «ποίκετ' κι εμάς ασκέρια»
(Αυτές οι μαϊμούδες είπαν: «Κάντε μας κι εμάς στρατιώτες»)
Σίλατ.
-Dawk.
’γώ ήμουν εσκέρ’ ση Ζιλεύκα τσ̑ι έφυα
(Εγώ ήμουν στρατιώτης στην Σελεύκεια και έφυγα)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ389