ασκημαίνω
(ρ.)
ασ̑κημαίνω
[aʃciˈmeno]
Αραβαν.
Από το μεσν. ρ. ἀσχημαίνω.
Γίνομαι άσχημος
Συνών.
ασκημιάζω, κιοτουλεντίζω