ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκί (ουσ. ουδ.) αστσ̑ί [asˈtʃi] Φάρασ. 'στσ̑ί [stʃi] Φάρασ. 'σ̑ί [ʃi] Κίσκ. Πληθ. αστσ̑ία [asˈtʃia] Φάρασ. 'σ̑τζ̑ία [ˈʃdʒia] Φκόσ. Από το αρχ. ουσ. ἀσκίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀσκός.
1. Δερμάτινος σάκκος, ασκί ό.π.τ. : Έμbασαν 'ς αστσ̑ία δύο Τσ̑ερκέζοι (Έβαλαν στα ασκιά δύο Τσερκέζους) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Έν’ καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο κάμι ντο 'στσ̑ί (Είσαι καλό τυρί, όμως έχεις μπει σε κακό ασκί˙ για ανθρώπους με κακό χαρακτήρα που ωστόσο έχουν την αξίωση να τους θεωρούν καλούς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ντάι, σακκούλα, τορβάς, τσουβάλι
2. Τρόπος γδαρσίματος σφαγμένου ζώου, έτσι ώστε το δέρμα να είναι άκοπο και να μπορεί να γίνει ασκί Φάρασ. : 'στσ̑ί να το βγάλω, γιόχτσα 'νεχτό; (Να το βγάλω σαν ασκί (ενν. το δέρμα του ζώου που γδέρνω) ή ανοιχτό;) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.