ασκί
(ουσ. ουδ.)
αστσ̑ί
[asˈtʃi]
Φάρασ.
'στσ̑ί
[stʃi]
Φάρασ.
'σ̑ί
[ʃi]
Κίσκ.
Πληθ.
αστσ̑ία
[asˈtʃia]
Φάρασ.
'σ̑τζ̑ία
[ˈʃdʒia]
Φκόσ.
Από το αρχ. ουσ. ἀσκίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀσκός.
1. Δερμάτινος σάκκος, ασκί
ό.π.τ.
:
Έμbασαν 'ς αστσ̑ία δύο Τσ̑ερκέζοι
(Έβαλαν στα ασκιά δύο Τσερκέζους)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Έν’ καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο κάμι ντο 'στσ̑ί
(Είσαι καλό τυρί, όμως έχεις μπει σε κακό ασκί˙ για ανθρώπους με κακό χαρακτήρα που ωστόσο έχουν την αξίωση να τους θεωρούν καλούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ντάι, σακκούλα, τορβάς, τσουβάλι
2. Τρόπος γδαρσίματος σφαγμένου ζώου, έτσι ώστε το δέρμα να είναι άκοπο και να μπορεί να γίνει ασκί
Φάρασ.
:
'στσ̑ί να το βγάλω, γιόχτσα 'νεχτό;
(Να το βγάλω σαν ασκί (ενν. το δέρμα του ζώου που γδέρνω) ή ανοιχτό;)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.