ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκέφαλα (επίρρ.) ασ̑κέφαλα [aˈʃcefala] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. ασ̑κιούβαλα [aʃˈcuvala] Αξ. Αγν. ετύμου, πιθ. από το πρόθμ. απο- όπου και τύπ. ασ', και το ουσ. κεφάλι. Κατά τους Μαυροχαλυβίδη και Κεσίσογλου (1960: 96) από το επίθ. ασκεπής και το ουσ. κεφάλι.
Ξεσκούφωτα ό.π.τ. : || Φρ. Ανυπόλ’τα, ασ̑κιούβαλα (Ξυπόλυτα, ξεσκούφωτα˙ κατάσταση ανέχειας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.