ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκελημιά (ουσ. θηλ.) ασκελημιά [ascelimˈɲa] Ανακ., Δίλ. 'σ̑κελημιά [ʃceliˈmɲa] Ανακ., Μαλακ. Από το ουσ. ασκέλισμα, όπου και τύπ. ασκέλημα, και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Βήμα, δρασκελιά ό.π.τ. : Το κόμμα μ’ ήρτεν ’κατόν ασκελημιές (Το χωράφι μου ήταν περίπου εκατό δρασκελιές μήκος) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887