ασκελημιά
(ουσ. θηλ.)
ασκελημιά
[ascelimˈɲa]
Ανακ., Δίλ.
'σ̑κελημιά
[ʃceliˈmɲa]
Ανακ., Μαλακ.
Από το ουσ. ασκέλισμα, όπου και τύπ. ασκέλημα, και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Βήμα, δρασκελιά
ό.π.τ.
:
Το κόμμα μ’ ήρτεν ’κατόν ασκελημιές
(Το χωράφι μου ήταν περίπου εκατό δρασκελιές μήκος)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887