ασίχι
(ουσ. ουδ.)
ασ̑-σ̑ίχ̇ι
[aʃˈʃixi]
Φάρασ.
ασ̑ούγι̯α
[aˈʃuʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. aşık = κότσι (Redhouse), όπου και διαλεκτ. τύπ. aşuk και aşuğ.
Αστράγαλος γιδιών ή προβάτων