ασιρούδια
(επίρρ.)
ασ̑ι̂ρούδια
[aʃɯˈruðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. aşırı = υπερβολικός, με προσαρμογή ως ασιρού (θ. ασιρούδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -α. Για τον σχηματ. πβ. μπαχαλούδια, καρσιλικλούδια.
Υπερβολικά