ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκέρης (ουσ. αρσ.) ασκέρης [aˈsceris] Σίλ. ασκιάρης [aˈscaris] Μισθ. ασκέρους [aˈscerus] Μισθ., Σίλ. ασκιάρους [aˈscarus] Μισθ. Πληθ. ασκέροι [aˈsceri] Σίλ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. asker και το επίθμ. -ης. Ο τύπ. ασκέρους με μεταπλ. κατά τα αρσ. σε -ος μέσω του πληθ. ασκέροι, και με τροπή του άτονου [o] σε [u].
Στρατιώτης ό.π.τ. : Και ο βασιλιάς πιταξε δυό ασκεριούς να πάρουν του παιδιού το κεφάλ (Και ο βασιλιά έστειλε δύο στρατιώτες να πάρουν του παιδιού το κεφάλι) Γούρδ. -Dawk. Πήρεν σο κάχιν ντου δύο σ̑ίλα ασκέροι (Πήρε στο πλευρό του δύο χιλιάδες στρατιώτες) Φάρασ. -Dawk. Ήτασ̑ι σαράνdα ασκέροι, αρχίσασ̑ι να μας καλαdζ̑έψουσι (Ήταν σαράντα στρατιώτες, άρχισαν να μας μιλάνε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παίνου ασκιάρους (Πηγαίνω στρατιώτης) Μισθ. -Κοτσαν. Έκρυψιν ντα, για να μην υπάγει ασκέρης (Τον έκρυψε για να μην πάει στρατιώτης) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πήα ασκιάρους, ήρτα (Πήγα στρατιώτης, γύρισα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήρτι πιο ομbρό για να μη δου πάρουν ασκιάρους (Ήρθε πιο νωρίς για να μην τον πάρουν στρατιώτη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήρτι απ' ασκιάρους (Ήρθε από στρατιώτης, δηλ. απολύθηκε από το στρατό) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Παίριξί μας ασκέρους λέει, γίνιξί μας απ' ένα κατσ̑ίν', λέει, να γιαρντίσουμ' σι, λέει (Μας έπαιρναν στρατιώτες, λέει, μας έδιναν από μιά αξίνα λέει, να σκάψουμε σου λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σάbαχτα, 'τουν γενείτ' σερνιτσ̑οί, 'τουν να πάτ' ασκιάρους (Αύριο, όταν θα γίνετε άντρες, όταν θα πάτε στρατιώτες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ασκερλής