ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άσκημα (επίρρ.) άσκημα [ˈascima] Αραβαν., Γούρδ. Μεσν. επίρρ. ἄσκημα < ἄσχημα.
Άσχημα, κακά : Έπιε πολύ κρασί κι εμέρ'σε άσκημα (Ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε άσχημα) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. κάμα
Τροποποιήθηκε: 28/09/2023