άσκημα
(επίρρ.)
άσκημα
[ˈascima]
Αραβαν., Γούρδ.
Μεσν. επίρρ. ἄσκημα < ἄσχημα.
Άσχημα, κακά
:
Έπιε πολύ κρασί κι εμέρ'σε άσκημα
(Ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε άσχημα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
κάμα