ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκόκκο (ουσ. ουδ.) 'σκόκ-κο [ˈskokko] Φάρασ. Από το ουσ. ασκί και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Ποτήρι : Πήρε το 'σκόκ-κο, τζας δόξασκε, 'στέρον αdζεινούς δίνκεν τα (Πήρε το ποτήρι και, αφού δόξασε (τον Θεό), τους το έδωσε = Ματθ. 26.27 λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς) -Lag. Συνών. μπιλόρι, ποτήρι, ποτούτσι, τσικόπο