τσικόπο
(ουσ.)
τσικόπον
[tsiˈkopon]
Σινασσ.
τσικόπο
[tsiˈkopo]
Σινασσ., Φερτάκ.
τσικ-κόπο
[tsiˈkkopo]
Ανακ.
τσ̑ικόπ-πο
[tʃiˈkoppo]
Αξ.
τσιπόκο
[tsiˈpoko]
Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ.
τσιπόκ-κο
[tsiˈpokko]
Ανακ.
τσ̑ιπόκου
[tʃiˈpoku]
Μαλακ., Μισθ.
τσ̑ιbόκο
[tʃiˈboko]
Αραβαν., Μισθ.
τσ̑ιbόκ-κο
[tʃiˈbokko]
Φάρασ.
τσ̑ιbόκου
[tʃiˈboku]
Μισθ.
τσ̑ιbόκ'
[tʃiˈbok]
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
τσ̑ιbόgo
[tʃiˈbogo]
Φλογ.
τζ̑ουτζ̑όκ-κο
[dʒuˈdʒokko]
Φάρασ.
Πληθ.
τσικόπογια
[tsiˈkopoʝa]
Αξ.
Από το ουσ. τσουκί, όπου και τύπ. τσικί, και το υποκορ. επίθμ. -όπουλο > -όπο. Οι τύπ. σε -όκο με αντιμετάθ. [kop-pok], πιθ. αναλογ. λόγω του παραγωγ. επιθμ. -όκκο Φάρασ.
Πβ.
τσουκί
1. Μικρό πήλινο αγγείο για την αποθήκευση τροφίμων
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Φέρε ένα τσ̑ιbόκο κρασί
(Φέρε ένα κανατάκι κρασί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσ̑ιbόκου χερούλια ντεν είσ̑ιν
(Το αγγείο δεν είχε χερούλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Χύτρα
Ποτάμ., Σίλατ.
2. Ποτήρι
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Να την μάσεις 'ς ένα τσικόπο, σαν νερό πγίνεται
(Να την βάλεις στο ποτήρι, πίνεται σαν νερό, ενν. τόσο όμορφη είναι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
ασκόκκο, μπιλόρι, ποτήρι :1, ποτούτσι
3. Στον πληθ., κατσαρολικά, κουζινικά σκεύη γενικώς
Αξ.
:
Τα τσικόπογια σκουριανίσκαν και τρύπ'σαν
(Τα κατσαρολικά σκούριασαν και τρύπησαν)
Αξ.
-Παυλίδ.
4. Μτφ., κομπόδεμα
Μαλακ.