ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσικόπο (ουσ.) τσικόπον [tsiˈkopon] Σινασσ. τσικόπο [tsiˈkopo] Σινασσ., Φερτάκ. τσικ-κόπο [tsiˈkkopo] Ανακ. τσ̑ικόπ-πο [tʃiˈkoppo] Αξ. τσιπόκο [tsiˈpoko] Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ. τσιπόκ-κο [tsiˈpokko] Ανακ. τσ̑ιπόκου [tʃiˈpoku] Μαλακ., Μισθ. τσ̑ιbόκο [tʃiˈboko] Αραβαν., Μισθ. τσ̑ιbόκ-κο [tʃiˈbokko] Φάρασ. τσ̑ιbόκου [tʃiˈboku] Μισθ. τσ̑ιbόκ' [tʃiˈbok] Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. τσ̑ιbόgo [tʃiˈbogo] Φλογ. τζ̑ουτζ̑όκ-κο [dʒuˈdʒokko] Φάρασ. Πληθ. τσικόπογια [tsiˈkopoʝa] Αξ. Από το ουσ. τσουκί, όπου και τύπ. τσικί, και το υποκορ. επίθμ. -όπουλο > -όπο. Οι τύπ. σε -όκο με αντιμετάθ. [kop-pok], πιθ. αναλογ. λόγω του παραγωγ. επιθμ. -όκκο Φάρασ. Πβ. τσουκί
1. Μικρό πήλινο αγγείο για την αποθήκευση τροφίμων Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Φέρε ένα τσ̑ιbόκο κρασί (Φέρε ένα κανατάκι κρασί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσ̑ιbόκου χερούλια ντεν είσ̑ιν (Το αγγείο δεν είχε χερούλια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
β. Χύτρα Ποτάμ., Σίλατ.
2. Ποτήρι Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : Να την μάσεις 'ς ένα τσικόπο, σαν νερό πγίνεται (Να την βάλεις στο ποτήρι, πίνεται σαν νερό, ενν. τόσο όμορφη είναι) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. ασκόκκο, μπιλόρι, ποτήρι :1, ποτούτσι
3. Στον πληθ., κατσαρολικά, κουζινικά σκεύη γενικώς Αξ. : Τα τσικόπογια σκουριανίσκαν και τρύπ'σαν (Τα κατσαρολικά σκούριασαν και τρύπησαν) Αξ. -Παυλίδ.
4. Μτφ., κομπόδεμα Μαλακ.