τσικοπανιάζω
(ουσ.)
τσ̑ικοπανιάζω
[tʃikopaˈɲazo]
Αξ.
Από το ουσ. τσικοπάνι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Σκεπάζω με τσικόπανο.