ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσικοπάνι (ουσ.) τσικοπάνι [tsikoˈpani] Ανακ., Σινασσ. τσ̑ιποκάνι [tʃipoˈkani] Ανακ., Μισθ., Φλογ. τσ̑ιπουκάν' [tʃipuˈkan] Μαλακ. τσ̑ικόπανο [tʃiˈkopano] Αξ. Από τα ουσ. τσουκί, όπου και τύπ. τσικί, και πανί, με αναβιβασμό του τόνου ως ένδειξη σύνθεσης. Ο τύπ. τσιποκάνι με μετάθ. Ο τύπ. τσικόπανο με εναλλαγή των επίθμ. -ι και -ο.
Τετράγωνο διπλό πανί, που είχε ραμμένα πάνω του σκοινιά για το δέσιμο γύρω από το στόμιο δοχείου, ώστε να σκεπάζει το τσικί ό.π.τ.