τσικοπάνι
(ουσ.)
τσικοπάνι
[tsikoˈpani]
Ανακ., Σινασσ.
τσ̑ιποκάνι
[tʃipoˈkani]
Ανακ., Μισθ., Φλογ.
τσ̑ιπουκάν'
[tʃipuˈkan]
Μαλακ.
τσ̑ικόπανο
[tʃiˈkopano]
Αξ.
Από τα ουσ. τσουκί, όπου και τύπ. τσικί, και πανί, με αναβιβασμό του τόνου ως ένδειξη σύνθεσης. Ο τύπ. τσιποκάνι με μετάθ. Ο τύπ. τσικόπανο με εναλλαγή των επίθμ. -ι και -ο.
Τετράγωνο διπλό πανί, που είχε ραμμένα πάνω του σκοινιά για το δέσιμο γύρω από το στόμιο δοχείου, ώστε να σκεπάζει το τσικί
ό.π.τ.