τσικνώνω
(ρ.)
τσ̑ικνώνω
[tʃiˈknono]
Αξ.
τζικνώνω
[dziˈknono]
Σινασσ.
τσ̑ικνώνου
[tʃiˈknonu]
Μισθ.
τσικνώνου
[tsiˈknonu]
Μισθ.
Αόρ.
τσ̑ίκνωσα
[ˈtʃiknosa]
Μισθ.
Μτχ.
τζικνωμένος
[dziknoˈmenos]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. τσικνώνω = μυρίζω καμμένο, το οπ. από το ουσ. τσίκνα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Γεμίζω καπνό
Αξ., Μισθ.
:
Ογώ ντε σι αφήνου να τσικνώεις τσιαού ντου μαχαλά μας;
(Εγώ δε σε αφήνω να γεμίσεις καπνό, τσίκνα, τη γειτονιά μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Αναδίδω καπνό
Μισθ., Σινασσ.
:
Το τ͑ουνdούρ' τσικνών'
(Ο φούρνος καπνίζει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντ' οτζ̑άχ' τσ̑ίκνουσι
(Το τζάκι κάπνισε)
Μισθ.
-Φατ.
3. Καπνίζω καπνό ή τσιγάρο
Μισθ.
:
Kόβιξαμ' ντου τιουτιούν' μαναχά μας, για να τσικνώσουμ'
(Κόβαμε τον καπνό μόνοι μας, για να καπνίσουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταύραναμ', γιανί τσίκνωναμ' τζίαρα
(Τραβάγαμε, ρουφάγαμε, σαν να καπνίζαμε τσιγάρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Συννεφιάζω
Μισθ.
:
Μαλάντ'σα τσ̑ίκνουσιν. Να βρέξ'
(Συννέφιασε στο Μελεντίζ. Θα βρέξει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
5. Νευριάζω
Μισθ.
6. Η μεσοπαθ. μτχ., αυτός που αδημονεί
Σινασσ.
7. Η μεσοπαθ. μτχ., λερωμένος, σκονισμένος
Σινασσ.