ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσικνώνω (ρ.) τσ̑ικνώνω [tʃiˈknono] Αξ. τζικνώνω [dziˈknono] Σινασσ. τσ̑ικνώνου [tʃiˈknonu] Μισθ. τσικνώνου [tsiˈknonu] Μισθ. Αόρ. τσ̑ίκνωσα [ˈtʃiknosa] Μισθ. Μτχ. τζικνωμένος [dziknoˈmenos] Σινασσ. Μεσν. ρ. τσικνώνω = μυρίζω καμμένο, το οπ. από το ουσ. τσίκνα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Γεμίζω καπνό Αξ., Μισθ. : Ογώ ντε σι αφήνου να τσικνώεις τσιαού ντου μαχαλά μας; (Εγώ δε σε αφήνω να γεμίσεις καπνό, τσίκνα, τη γειτονιά μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Αναδίδω καπνό Μισθ., Σινασσ. : Το τ͑ουνdούρ' τσικνών' (Ο φούρνος καπνίζει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντ' οτζ̑άχ' τσ̑ίκνουσι (Το τζάκι κάπνισε) Μισθ. -Φατ.
3. Καπνίζω καπνό ή τσιγάρο Μισθ. : Kόβιξαμ' ντου τιουτιούν' μαναχά μας, για να τσικνώσουμ' (Κόβαμε τον καπνό μόνοι μας, για να καπνίσουμε) Μισθ. -Κοτσαν. Ταύραναμ', γιανί τσίκνωναμ' τζίαρα (Τραβάγαμε, ρουφάγαμε, σαν να καπνίζαμε τσιγάρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Συννεφιάζω Μισθ. : Μαλάντ'σα τσ̑ίκνουσιν. Να βρέξ' (Συννέφιασε στο Μελεντίζ. Θα βρέξει) Μισθ. -Κωστ.Μ.
5. Νευριάζω Μισθ.
6. Η μεσοπαθ. μτχ., αυτός που αδημονεί Σινασσ.
7. Η μεσοπαθ. μτχ., λερωμένος, σκονισμένος Σινασσ.