τσικίτσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ικίτσ̑'
[tʃiˈcitʃ]
Μισθ., Τσαρικ.
τσ̑εκέτσ'
[tʃeˈcets]
Μισθ.
Θηλ.
τσ̑ικίτσα
[tʃiˈcitsa]
Μισθ.
Από το ουσ. κετσί και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσι, με στένωση του [e] και μετάθ. [k-ts > ts-k]. Ο τύπ. τσ̑εκέτσ' πιθ. με επίδρ. του ουσ. τσεπίσι, όπου και τύπ. τσεπέτσ̑'. Ο τύπ. τσ̑ικίτσα με την προσθήκη του θηλ. επίθμ. -α.
Κατσίκα
ό.π.τ.
:
Ντου τσ̑ικίτσ̑' λυσ̑άστη· ιμείς έφααμ' ντου τσ̑ικίτσ̑', ντε φοβόταμ'
(Η κατσίκα λύσσαξε· εμείς φάγαμε την κατσίκα, δε φοβόμασταν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τι να κάτσω 'γώ να φοσκήσου τσικίτσ̑α!
(Τι να κάτσω εγώ να βοσκήσω κατσίκια!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Ογώ τουν μπέρναγα α’ τ͑ύρα σ’ κουνdά, ισ̑ύ άλμιις τσ̑ιγκίτσ̑α
ογώνα ‘ένα σ̑’ ντε σι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ ‘γάπ’ σις ντα γλίτσ̑α (όταν εγώ περνούσα από την πόρτα σου κοντά, εσύ άρμεγες την κατσίκα,
εγώ τίποτα δε σου έκανα κι εσύ άρπαξες τη μαγκούρα
(σκωπτ.)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γίδι, ρίφι, κετσί
ογώνα ‘ένα σ̑’ ντε σι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ ‘γάπ’ σις ντα γλίτσ̑α (όταν εγώ περνούσα από την πόρτα σου κοντά, εσύ άρμεγες την κατσίκα,
εγώ τίποτα δε σου έκανα κι εσύ άρπαξες τη μαγκούρα
(σκωπτ.)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γίδι, ρίφι, κετσί