κετσί
(ουσ. ουδ.)
κετσ̑ί
[ceˈtʃi]
Φλογ.
γκετσ̑ί
[ɟe'tʃi]
Φάρασ.
γκετσίι
[ʝeˈtʃii]
Δίλ.
Γεν.
γκετσ̑ιριού
[ɟetʃiˈrʝu]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. keçi = κατσίκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. geçi (THADS, λ. keçit I). Ο τύπ. γκετσίι με βάση τον πληθ. σε -ίια < -ίδια.
Κατσίκα
ό.π.τ.
:
Έβγαλ' ένα κιφάλ'· ντράνσε, γκετσ̑ιριού
(Έβγαλε ένα κεφάλι· κοίταξε, (ήταν) κατσίκας)
Αραβαν.
-Dawk.
|| Φρ.
Το γκετσ̑ί όνdενε γκρεύ' να φάγ̑' ξ̑ύλο σΰρτϋνdΰσ̑' τσ̑οπανιού το ξ̑ύλο
(Η κατσίκα, όταν θέλει να φάει ξύλο, τρίβεται στην γκλίτσα του τσοπάνου˙ για όσους πάνε γυρεύοντας να βρουν τον μπελά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γίδι, ρίφι, τσικίτσι