ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κετσί (ουσ. ουδ.) κετσ̑ί [ceˈtʃi] Φλογ. γκετσ̑ί [ɟe'tʃi] Φάρασ. γκετσίι [ʝeˈtʃii] Δίλ. Γεν. γκετσ̑ιριού [ɟetʃiˈrʝu] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. keçi = κατσίκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. geçi (THADS, λ. keçit I). Ο τύπ. γκετσίι με βάση τον πληθ. σε -ίια < -ίδια.
Κατσίκα ό.π.τ. : Έβγαλ' ένα κιφάλ'· ντράνσε, γκετσ̑ιριού (Έβγαλε ένα κεφάλι· κοίταξε, (ήταν) κατσίκας) Αραβαν. -Dawk. || Φρ. Το γκετσ̑ί όνdενε γκρεύ' να φάγ̑' ξ̑ύλο σΰρτϋνdΰσ̑' τσ̑οπανιού το ξ̑ύλο (Η κατσίκα, όταν θέλει να φάει ξύλο, τρίβεται στην γκλίτσα του τσοπάνου˙ για όσους πάνε γυρεύοντας να βρουν τον μπελά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γίδι, ρίφι, τσικίτσι