ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεστιρτίζω (ρ.) κεστιρτίζω [cestirˈtizo] Μαλακ. κ͑εστουρντίζω [kʰesturˈdizo] Φάρασ. κ͑α̈στουρντίζω [kʰæsturˈdizo] Αφσάρ. Από τον αόρ. kestirdi του τουρκ. ρ. kestirmek = βάζω κάποιον να κόψει.
Κόβω, αποκόπτω ό.π.τ. : 'γώ αdέ του φσ̑αχού του παλληκαρού τον κελέ 'αν ντα κεστουρντίσω (Εγώ αυτού του νεαρού άντρα το κεφάλι θα το κόψω) Φάρασ. -Dawk.