κεστιρτίζω
(ρ.)
κεστιρτίζω
[cestirˈtizo]
Μαλακ.
κ͑εστουρντίζω
[kʰesturˈdizo]
Φάρασ.
κ͑α̈στουρντίζω
[kʰæsturˈdizo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. kestirdi του τουρκ. ρ. kestirmek = βάζω κάποιον να κόψει.
Κόβω, αποκόπτω
ό.π.τ.
:
'γώ αdέ του φσ̑αχού του παλληκαρού τον κελέ 'αν ντα κεστουρντίσω
(Εγώ αυτού του νεαρού άντρα το κεφάλι θα το κόψω)
Φάρασ.
-Dawk.